Το δίδαγμα του ’40
MARINOS PAPADOPOULOS – ΤΡΙΤΗ, 25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016
Το ’40 είναι η κοντινότερη χρονικά από τις μεγάλες εθνικές μας επετείους. Οι πατεράδες μας το έζησαν, ήσαν οι δημιουργοί. Κι οι μέσης ηλικίας από εμάς το κατέγραψαν στη θύμηση της πρώτης παιδικής του ηλικίας. Πρόσφατα, λοιπόν, τα γεγονότα, νωπά τα κατορθώματά και οι μνήμες ζωντανές.
Ήταν και τότε μια από τις μεγάλες ώρες των Ελλήνων που κλήθηκαν από την Παγκόσμια Ιστορία να δείξουν την εθνική τους ταυτότητα. Η βία είχε και πάλι χτυπήσει τη θύρα της πατρίδας και ζητούσε να διαβεί. Η απόκριση που δόθηκε ήταν αυτή που είχε καταχωρισθεί στις υποθήκες των προγόνων δημιουργών της τρισχιλιόχρονης ιστορίας μας.
Η δοκιμασία μας βρήκε σε ώρες σκληρές. Οι Έλληνες είχαν επιδοθεί σε έργα ειρηνικά. Πάσχιζαν με τις αναιμικές τους δυνάμεις να επουλώσουν τις πληγές που τους είχε προκαλέσει η συμμετοχή στην ξέφρενη σύρραξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ακόμα δούλευαν για να εξασφαλίσουν ψωμί και στέγη για τους ξεριζωμένους από τη Μικρασία αδελφούς.
Στο μεταξύ, στο διεθνή ορίζοντα, η ισορροπία των δυνάμεων είχε αναποδογυριστεί. Κάποιο λαοί, οδηγημένοι από αλλόφρονες ηγέτες, διεκδικούσαν το ρόλο του παγκόσμιου πρωταγωνιστή.
Ποια ήταν η αντίληψη των ισχυρών αυτών για τους απογόνους του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή; Κάτι ανάμικτο από περιφρόνηση και οίκτο. Μας θεωρούσαν κουρασμένους φύλακες των σπασμένων μαρμάρων του αρχαίου μας μεγαλείου. Αυτός ο ρόλος νόμιζαν πως μας έπεφτε και πολύς.
Εμείς αντιλαμβανόμασταν τη δική τους καταφρόνια, που μάτωνε το εθνικό μας φιλότιμο. Στα κρυφά όνειρά μας λαχταρούσαμε γι’ αυτό που λαχταρούσε κι ο ποιητής:
Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: μία Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: ακόμα ένα Εικοσιένα!
Καθώς επλησίαζε η μεγάλη ώρα, η αυθάδειά τους έγινε προκλητική. Μόλυναν στην Τήνο το προσκύνημα της Μεγαλόχαρης με μια καθαρά δολοφονική τους απρέπεια. Τη Μεγαλόχαρη, που ο βαθύτατα θρήσκος Ελληνικός λαός την είχε αναγνωρίσει Υπέρμαχο Στρατηγό του σε όλους του αγώνες που διεκδίκησε την εθνική του ελευθερία.
Κατάπιαμε το φαρμάκι για να δώσουμε τόπο στην οργή, αν και το αίμα μας έβραζε από ιερή αγανάκτηση. Ώσπου η πρόκληση από κρυφή φανερώθηκε ξετσίπωτα. Οι δυνάμεις του κακού ζητούσαν να περάσουν πάνω από τα ιερά μας χώματα, προκειμένου να εφαρμόσουν τα ανίερα σχέδιά τους. Τότε σύμπας ο Ελληνικός λαός, δια στόματος του ενός, απέρριψε υπερήφανα το θρασύ αίτημα. Και η σύρραξη άρχισε μέσα σε ελάχιστες ώρες.
Ο κόσμος ολόκληρος νόμισε στην αρχή πως παράστεκε θεατής έργου από το θέατρο του παραλόγου. Στα μέχρι τότε ανίκητα κατά τα φαινόμενα θηρία της βίας είχε αντιταχθεί μονάχα ο ο πιο αδύναμος από όλους. Το θράσος του τελευταίου θεωρήθηκε αυτοκτονία τρελού.
Δεν άργησε, όμως, η παγκόσμια αντίληψη από καγχασμός να γίνει έκπληξη, κι από έκπληξη καθολικός θαυμασμός, καθώς οι υπερασπιστές του πάτριου εδάφους πηδούσαν από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, απωθώντας επιθετικά τον αλαφιασμένο εισβολέα. Στον εξάμηνο, περίπου, καλπασμό τους, ταπείνωσαν άπειρες φορές την υπερφίαλη επιθετικότητά τους, μέχρι σημείου που τον ανάγκασαν ξεπνεομένος να το παραδεχτεί.
Οι ήρωες της Πίνδου λύγισαν μόνον όταν οι επιδρομείς της βίας είχαν πολλαπλασιαστεί. Πήραν το δρόμο της επιστροφής περήφανοι που είχαν εκτελέσει στο ακέραιο το ύψιστο εθνικό καθήκον. Από ‘κει και ύστερα θα δοκιμαζόταν η αντοχή του φτωχού λαού μας στην υπομονή.
Την επέτειο αυτών των γεγονότων γιορτάζουμε σήμερα. Ο αρχαίος μας Λυσίας έγραψε κάπου πως επαινώντας και μνημονεύοντας τα κατορθώματα των ηρώων πρέπει να ενισχύουμε την αρετή των επιζώντων. Τέτοιοι εορτασμοί πρέπει να αποδίδουν το νόημα των όσων τιμούν. Όχι καταρράκτες από λόγια και φράσεις. Όχι τυποποιημένοι πανηγυρικοί λόγοι με αδιάφορες παρουσίες ακροατών που τους αμείβουμε για την ανία τους με την αργία της επόμενης ημέρας.
Αντί αυτών, μετά το προσκύνημα για τη μνήμη της ιερής θυσίας τους, αναβάπτιση των επιζώντων στα εθνικά ιδεώδη, προβληματισμός στα μηνύματα που μας κληροδότησαν εκείνοι.
Από αυτήν την αντίληψη ξεκινώντας, ας συνοψίσουμε μερικά διδάγματα που μπορούμε να αποκομίσουμε από το έπος του ’40. Μετά την επισήμανση καθενός, θα τα τεκμηριώσουμε αναφερόμενοι στην τότε συμπεριφορά των δημιουργών που το καθιέρωσαν με τη δική τους υπέροχη θυσία.
Το πρώτο από όλα που μας διδάσκει το ’40 είναι πάντα χρήσιμο και πάντα επίκαιρο σ’ εμάς τον ευέξαπτο και ζωηρό λαό: να είμαστε, δηλαδή, πρόθυμοι να παραμερίζουμε τα τετριμμένα προσωπικά μας όσες φορές η Μοίρα της Ελλάδας σημαίνει την καμπάνα για εθνικό προσκλητήριο.
Δέστε τι έγινε τότε.
Την παραμονή ήταν ένας άλλος λαός, ένας λαός αποτελούμενος από άτομα και ομάδες. Ο καθένας κλεισμένος ερμητικά στο ατομικό εγώ του ή υπακούοντας μόνο στις εντολές της ομάδας. Τεμαχισμένες φιλοδοξίες υλικής και κοινωνικής ευμάρειας, αντικρουόμενες μικροκομματικές επιδιώξεις, φθόνος προς όλες τις κατευθύνσεις, όσων υποστήριζαν ιδέες διαφορετικές.
Μια νύχτα άρκεσε για να συντελεστεί το θαύμα. Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου κάθε γενναίος υπερασπιστής, προτού ξεκινήσει για το μέτωπο της τιμής, είχε πετύχει μια πρώτη σωτήρια νίκη, άλλη, χωρίς την οποία τα μετέπειτα κατορθώματά του θα ήταν αδύνατο να συντελεστούν. Προτού φορέσει την ιερή χλαίνη του εθνικού καθήκοντος, είχε ξεντυθεί από όσα προσωπικά ή κομματικά τον έκαναν να ξεχωρίζει από τους άλλους. Ξεκινώντας για τον μεγάλο πόλεμο στα στήθια όλων χτυπούσε η ίδια Ελληνική καρδιά. Αφέθηκε στη λήθη ό,τι πριν από λίγο τους χώριζε κι ενώθηκαν τα μπράτσα που μέχρι χθες κονταροχτυπιούνταν αναμεταξύ τους. Θυμηθείτε έναν από αυτούς τους πολλούς, ένα υπέροχο τέκνο της πατρίδας, που πρόσφατα θρηνήσαμε την αποχώρησή του από τη ζωή κι από τον ιερό τούτο χώρο της δημοκρατίας. Εξόριστος αυτός από το πολιτικό καθεστώς των ημερών εκείνων ζήτησε να σταλεί απλός στρατιώτης στο μέτωπο πειθαρχώντας σε διαταγές αξιωματικών που μερικοί από αυτούς μπορεί να ήσαν ανάμεσα σ’ εκείνους που μέχρι εχθές τον τιμωρούσαν για την ελεύθερη πολιτική του ιδεολογία.
Στον τύπο της εποχής, εξάλλου, διαβάζουμε δημοσιευμένη με χρονολογία 31/10/1940 επιστολή του γενικού γραμματέα του τότε εκτός νόμου κομμουνιστικού κόμματος, που απευθυνόμενος στον υφυπουργό δημόσιας ασφάλειας της δικτατορικής κυβέρνησης, γράφει μεταξύ άλλων και τούτα τα λογια της εθνικής συμφιλίωσης: «Στον πόλεμον αυτόν, που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμίαν επιφύλαξη.»
Δεύτερο από τα διδάγματα του ’40:
Στον καθημερινό μας πολιτικό βίο δεν είναι ίσως θανάσιμα αμαρτήματα η χρονοτριβή, η αναβολή, η διαλεκτική ταλάντευση για θέματα σοβαρά ή λιγότερο σοβαρά. Τις μεγάλες μας, όμως, εθνικές αποφάσεις, σε ώρες κρίσιμες, πρέπει να τις παίρνουμε πάραυτα, υπακούοντας περισσότερο στις επιταγές που υποβάλλονται από την Ελληνική καρδιά μας, παρά κοντοστεκόμενοι από το ζύγισμα της λογικής των περιστάσεων.
Θυμηθείτε τότε: ο προκλητικός απαιτητής είχε δώσει μονάχα δίωρη προθεσμία. Για την απάντηση δεν ταλαντεύτηκε κανείς. Κανείς δεν είπε: για να σκεφτούμε πρώτα τι υπαγορεύει η λογική. Γιατί η λογική απαιτούσε αντίθετη συμπεριφορά από αυτή που ακολούθησε. Τα γεγονότα μιλούσαν ολοφάνερα. Εδώ μεγαλύτεροι λαοί, και όχι τυχαίοι, μπροστά στη σαρωτική λαίλαπα των επιδρομέων είχαν αποδεχτεί ή ήσαν έτοιμοι ν’ αποδεχτούν κατά πρόσωπο το πυρίκαυστο σίδηρο της εθνικής υποταγής. Οι μια χούφτα πατέρες μας άκουσαν μονάχα τις εντολές της Ιστορίας τους, που τους παρότρυνε να κάμουν αυτό που ήταν πέρα από κάθε λογική. Τέτοιες αποφάσεις, σε τέτοιες δύσκολες ώρες, μπορεί να τις παίρνουν μόνον οι λαοί που ο πυρήνας τους διαθέτει ανεξάντλητα βιολογικά νιάτα. Μόνον αυτοί έχουν απεριόριστη δύναμη προσαρμογής στις όποιες περιστάσεις. Οι άλλοι, αυτοί που υποχώρησαν, ήταν γιατί είχαν προς στιγμή αμφιβάλλει για τον εαυτό τους και για τα στοιχεία της εθνικής τους ταυτότητας.
Σ’ ένα άλλο δίδαγμα του ’40 πρέπει να προβληματιστούμε, επίσης. Για όποια μας μεγάλην εθνική ενέργεια, είτε σε ειρήνη είτε σε πόλεμο, ο καθένας μας πρέπει να συμβάλλει ανάλογα. Δεν υπάρχουν διακρίσεις και απαλλαγές.
Για το ’40 προσέφεραν όλοι, στρατευμένοι και αστράτευτοι. Στον τύπο της εποχής με συγκίνηση διαβάζουμε σελίδες και σελίδες με ατελείωτες υπέροχες και αυθόρμητες προσφορές. Κάποιος απόμαχος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, για παράδειγμα, τηλεγραφεί στις 3 Νοεμβρίου 1940 στον αρμόδιο υπουργό: «Εν μέσω ιερού εθνικού συναγερμού τάσσομαι εις απόλυτον διάθεσιν κυβερνήσεως, εξορκίζων υμάς να με καλέσητε εις υπηρεσίαν πατρίδος οπουδήποτε δύναμαι φανώ χρήσιμος, αφού η ηλικία μου απαγορεύει δυστυχώς να υπηρετήσω αυτήν δια του όπλου. Ζητώ να μη μείνω έξω της θυσίας και της τιμής.»
Πολεμάει κι η γυναίκα του πολεμιστή που παλεύει στα μετόπισθεν μ’ αντρίκειες δουλειές για να χορτάσει τα παιδιά τους, πολεμάει κι η αδελφή κι η μάνα του που νύχτα και μέρα ετοιμάζουν δέματα βιοτικής ανακούφισης με τρόφιμα και πλεχτά ενισχύοντας το πάλεμα το δικό του με τα θεριά του κατακτητή και τα στοιχεία της φύσης. Γιατί το ’40 σύμπας ο λαός είχε αναλάβει πρωτοβουλίες ουσιαστικές, πέρα και από τις δικαιοδοσίες του. Τέτοιες πρωτοβουλίες καμιά εξωτερική δύναμη, κανένας εξαναγκασμός δεν θα μπορούσε να τις επιβάλει. Ήταν πλημμύρισμα καρδιάς το γεγονός πως ο λαός μας αγνόησε τα σχέδια για άμυνα του Γενικού Επιτελείου. Με πίστη πως βοηθάει κι η πληγωμένη Παναγιά του Έθνους, μετέβαλε την άμυνα σ’ επίθεση, με ορμή που δεν φαντάζονταν ούτε οι λιγοστοί μας φίλοι.
Από το μέτωπο, όσα παλικάρια μας απόμειναν, άρχισαν να υποχωρούν πριν από το μέσο του επόμενου χρόνου, αφού πρόταξαν τα στήθη ακόμα και στους δεύτερους, τους πολυπληθέστερους εισβολείς. Καμιά ηττοπάθεια στην υποχώρησή τους. «Νικήσαμε» λέγανε και κανείς δεν είπε «νικηθήκαμε». Ήσαν άξια τέκνα του λαού που είχε ψάλει παιάνες για τ’ ολοκαύτωμα των Ψαρών, του λαού που αισθανόταν μεγαλύτερη εθνική υπερηφάνεια για τον ξολοθρεμό του Μεσολογγίου παρά για το πάρσιμο της Τριπολιτσάς.
Κι ακολούθησαν τα δίσεχτα χρόνια της σκλαβιάς. Υπέροχο κι από αυτά το δίδαγμα για τους επιγόνους. Η καρτερία κι η υπομονή και η πίστη για την τελική νίκη δεν έλειψαν ούτε στιγμή. Καρτερία, όμως, που ποτέ δεν ήταν παθητική, αλλά ενεργή όσο και στο μέτωπο. Οι φαινομενικά υποταγμένοι πάσχιζαν με όλα τα μέσα, αψηφώντας τον κίνδυνο, να βλάψουν τον κατακτητή, για να τον ξεριζώσουν από τα χώματα που δεν του ανήκαν.
Άφησα τελευταίο το ύψιστο των διδαγμάτων: να φυλάξουμε αναλλοίωτα τα εθνικά μας ιδεώδη.
Κάθε λαός υιοθέτησε κάποιες αρχές, με οδηγό τις οποίες πορεύτηκε. Αυτές οι αρχές έπαιξαν ρόλο σπουδαίο για να δημιουργηθούν πολιτισμοί δόξας ή πολιτισμοί βίας. Ο δικός μας λαός, από την πρώτην αυγή της ζωής του, υιοθέτησε αρχές που ποτέ δεν τις πρόδωσε, ούτε σε χρόνια μεγαλείου ούτε σε εποχές συμφοράς. Λάτρεψε την ελευθερία όσο κανείς και θυσιάστηκε άπειρες φορές για να τη διατηρήσει ή να την ξαναποκτήσει. Έκανε πολέμους μόνο γι’ αυτήν και ουδέποτε για ν’ αρπάξει το ψωμί του διπλανού του. Γέννησε τη δημοκρατία και δίδαξε τους λαούς πώς να τη ζουν και πώς να την χαίρονται. Δεν φοβήθηκε τον θάνατο όσες φορές θα κέρδιζε από αυτόν αθανασία. Τραγούδησε τις λύπες του πιο πολύ κι από τις χαρές του. Καλλιέργησε το πνεύμα του πιο βαθιά κι από τη βραχώδη γη του. Αγάπησε το ωραίο και μ’ αυτό, πραγματικό ή υπερβατό, έντυσε τις μορφές των θεών και των αγίων του. Σμίλεψε ζωντανή τη γλώσσα του και την πλούτισε έτσι που να μπορεί πάντα ν’ αποδίδει τέλεια όλους τους χρωματισμούς των διανοημάτων του. Διαφύλαξε την ιερότητα της οικογένειας, που την έδεσε με δεσμούς δοκιμασμένους σε χρόνια χαράς και σε χρόνια λύπης. Τίμησε τους νεκρούς, τους έστησε μνημεία και σε ώρες δύσκολες πρόστρεξε στη δική τους συμβουλή.
Όλα αυτά και άλλα συναποτελούν τα ιδεώδη της φυλής, την εθνική μας παρακαταθήκη. Στο προσκλητήριο του ’40 κλήθηκαν οι φαντάροι μας κι από τον ποιητή να μεθύσουν με τ’ αθάνατο κρασί που μας κληροδότησαν οι ένδοξοι πατέρες μας. Ήχησαν και πάλι οι σάλπιγγες μιας νέας Σαλαμίνας. Υπέρ βωμών και εστιών και ο νέος μας αγώνας. Άνθρωποι του πνεύματος και απλοί άνθρωποι του λαού φιλοδόξησαν να έχουν την τιμή του Αισχύλου και να γράψουν στον τάφο τους, όπως εκείνος, όχι τα έργα και τις πράξεις τους, αλλά τη συμμετοχή τους στη μεγάλη μάχη. Στη μάχη για τη διατήρηση της ελευθερίας, για την τιμή της οικογένειας, για τα χώματα της γλυκιάς πατρίδας, για να μιλάμε τη γλώσσα μας, για να προσκυνάμε περήφανοι τα μνήματα των νεκρών μας.
Αυτά τα ιδανικά ήσαν τα ποιο ισχυρά τους όπλα και μ’ αυτά ξεπέρασαν οι γενναίοι τον εαυτό τους, μ’ αυτά κατατρόμαξαν τον εισβολέα, μ’ αυτά κίνησαν τον πιο μεγάλο του κόσμου θαυμασμό.
Τα ίδια ιδανικά καλούμαστε να διαφυλάξουμε, σε ειρήνη και σε πόλεμο, κι εμείς που γεννηθήκαμε από εκείνους.
Μερικοί παρεξηγούν σήμερα αυτήν την εμμονή στα περιορισμένα μας εθνικά. Γιατί σήμερα όλοι μιλάμε για οικουμενισμό, για ανοικτές πατρίδες. Όσοι δεν διαχωρίζουν τις δύο έννοιες αναρωτιούνται: άραγε θα εκλείψουν οι πατρίδες; Οπωσδήποτε όχι!
Πρώτα-πρώτα, οι δύο έννοιες δεν συμπίπτουν ώστε η μία να εξολοθρεύει την άλλη. Η πρώτη αποβλέπει στην αμοιβαία κατανόηση των ανθρώπων και στη διεύρυνση του οπτικού τους πεδίου. Η δεύτερη, η πατρίδα, είναι έννοια που θυμίζει την σχέση της μάνας και του παιδιού. Κοινά τα χαρακτηριστικά, ίδια η κληρονομικότητα. Κι όπως τα παιδιά θα έρχονται στο φως πάντα από μία μάνα, έτσι και οι πατρίδες, αδελφωμένες σε μία παγκόσμια γειτονιά θα γεννούν τα δικά τους τα παιδιά, που θα τα ξεχωρίζουν ανάμεσα στα άλλα, όπως η μάνα-φύση δίδαξε σε όλα της τα ζωντανά.
Και η δική μας μάνα-πατρίδα προορισμένη από την Ιστορία είναι να γεννά τα δικά της τα παιδιά, να τα’ ανατρέφει και να τα στέλνει στον πόλεμο για να τραγουδάνε: «Ελευθερία, για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.»
———-
[Πανηγυρικός λόγος του Θωμά Ι. Παπαδόπουλου (1935-2014) για τον εορτασμό της εθνικής επετείου της 28ης Οκτωβρίου, που εκφωνήθηκε στις 27/10/1986 στην αίθουσα συνεδριάσεων της Βουλής των Ελλήνων, κατόπιν υπόδειξης του διοικητικού συμβουλίου του συλλόγου των υπαλλήλων της Βουλής και απόφασης του Γενικού Γραμματέα της Βουλής καθηγητή Κώστα Ε. Μπέη με το υπ’ αριθμό 4686-23/10/1986 έγγραφό του.]