Πτωτικά έκλεισαν κυρίως οι χρηματιστηριακοί δείκτες στις ΗΠΑ σβήνοντας μέρος των απωλειών της ημέρας, με τον βιομηχανικό δείκτη Dow Jones να υποχωρεί σχεδόν 300 μονάδες, καθώς οι ανησυχίες μετά την κατάρρευση της μετοχής της Credit Suisse (-24%) ενισχύουν τους φόβους για την τραπεζική κρίση.
Σε αυτό το κλίμα, στο ταμπλό, ο Dow Jones έχασε 280,83 μονάδες ή 0,87% στις 31.874,57 μονάδες ενώ ο S&P 500 υποχώρησε κατά 27,36 μονάδες ή 0,70% στις 3.891,93 μονάδες. Στον αντίπδοα, ο Nasdaq κατάφερε να σώσει το πρόσημο, κλείνοντας στις 11.434,05 μονάδες με άνοδο 5,90 μονάδων ή 0,05%.
Σημειώνεται ότι ο Dow έφτασε να υποχωρεί νωρίτερα έως και κατά 725 μονάδες και ο S&P 500 έχασε για λίγο όλα τα κέρδη του 2023.
Από τις 30 μετοχές τον Dow, 16 έκλεισαν ανοδικά, μία αμετάβλητα (3M) και οι υπόλοιπες στο “κόκκινο”. Των κερδών ηγήθηκαν οι μετοχές των Amgen, Microsoft και Intel με άνοδο 1,87%, 1,78% και 1,43% αντίστοιχα. Στον αντίπδοα, των απωλειών ηγήθηκαν οι μετοχές των JP MorganChase, Boeing και Chevron με πτώση 4,72%, 4,38% και 4,33% αντίστοιχα.
Οι δείκτες ανέκτησαν ανέκαμψαν ελαφρώς πριν το κλείσιμο καθώς η κεντρική τράπεζα της Ελβετίας θα παράσχει ρευστότητα στην Credit Suisse “εάν χρειαστεί”, ανέφεραν την Τετάρτη σε κοινή ανακοίνωσή τους η ρυθμιστική αρχή χρηματοπιστωτικών αγορών FINMA και η Εθνική Τράπεζα της Ελβετίας, σε μια προσπάθεια να καθησυχάσουν τους πρόσφατους φόβους για την οικονομική ευρωστία του ελβετικού τραπεζικού κολοσσού.
Οι επενδυτές είχαν ανησυχήσει νωρίτερα μέσα στην ημέρα, αφού η Saudi National Bank, ο μεγαλύτερος επενδυτής της Credit Suisse, δήλωσε την Τετάρτη ότι δεν θα μπορούσε να παράσχει περαιτέρω χρηματοδότηση, σύμφωνα με δημοσίευμα του Reuters.
Η είδηση ήρθε αφού η ελβετική τράπεζα ανέφερε νωρίτερα αυτή την εβδομάδα ότι είχε διαπιστώσει “ορισμένες ουσιώδεις αδυναμίες στον εσωτερικό μας έλεγχο της χρηματοοικονομικής αναφοράς” για τα έτη 2021 και 2022.
Τις τελευταίες ημέρες, η κρίση στον χρηματοπιστωτικό τομέα επικεντρώθηκε στις περιφερειακές τράπεζες, καθώς κατέρρευσαν η Silicon Valley Bank και η Signature Bank, και οι δύο θύματα κακής διαχείρισης λόγω των οκτώ αυξήσεων των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) τους τελευταίους 12 μήνες. Η προσοχή στράφηκε στις μεγάλες τράπεζες την Τετάρτη.
“Βλέπουμε την αναταραχή των τραπεζών που ξεκίνησε από τη Silicon Valley, να εξαπλώνεται πραγματικά σε όλο τον κόσμο”, δήλωσε ο Edward Moya, ανώτερος αναλυτής αγοράς στην Oanda. “Οι αγορές συνειδητοποιούν ότι οι τράπεζες έχουν πρόβλημα, επειδή πολλά από τα μοντέλα κερδοφορίας τους έχουν βασιστεί, ως επί το πλείστον, στα μηδενικά επιτόκια”.
Καθώς η Credit Suisse συμπαρέσυρε τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο σε πτώση 7%, οι μετοχές των μεγάλων τραπεζών στις ΗΠΑ σημείωσαν επίσης πτώση. Η Citigroup διολίσθησε κατά 5%, ενώ η Wells Fargo και η Goldman Sachs έχασαν από 3% αντίστοιχα. Η Bank of America διολίσθησε λίγο κάτω από 1%.
Οι περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες ανέκαμψαν την Τρίτη, υποχώρησαν και πάλι στο κόκκινο, με τις First Republic Bank και PacWest Bancorp να υποχωρούν κατά 20% και 10% αντίστοιχα. Εξάλλου, η S&P Global υποβάθμισε σε “junk” την First Republic Bank εν μέσω ανησυχιών ότι οι πελάτες της θα συνεχίσουν να αποσύρουν καταθέσεις από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της τράπεζας με έδρα την Καλιφόρνια μειώθηκε σε “BB+” από “Α-” και παραμένει σε καθεστώς επιτήρησης για πιθανή υποβάθμιση. Στο μεταξύ, και ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε τη First Republic Bank, σε “BB” από “A-“, επικαλούμενη κινδύνους για τη χρηματοδότηση και τη ρευστότητα της τράπεζας.
Στα μακροοικονομικά στοιχεία της ημέρας, κατά 4,6% αυξήθηκαν οι τιμές παραγωγού τον Φεβρουάριο στις ΗΠΑ σε ετήσια βάση, έναντι προβλέψεων για αύξηση 5,4%, ενώ τον Ιανουάριο είχαν αυξηθεί κατά 5,7% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022.
Σε μηνιαία βάση, ωστόσο, οι τιμές υποχώρησαν απροσδόκητα κατά 0,1%, έναντι διάμεσης πρόβλεψης για αύξησή τους κατά 0,3%. Τον Ιανουάριο είχαν αυξηθεί κατά 0,3% σε σχέση με τον Δεκέμβριο.
Ο δομικός δείκτης τιμών παραγωγού (που δεν συμπεριλαμβάνει τρόφιμα και ενέργεια) κινήθηκε ανοδικά σε ετήσια βάση κατά 4,4%, έναντι πρόβλεψης για 5,2%, ενώ τον προηγούμενο μήνα είχε διαμορφωθεί στο 5,4%.
Σε μηνιαία βάση, ο δομικός δείκτης έμεινε στάσιμος (0%), έναντι πρόβλεψης για αύξηση 0,4%. Τον προηγούμενο μήνα, είχε σημειώσει ήπια αύξηση 0,1% έναντι του Δεκεμβρίου του 2022.
Μηνιαία υποχώρηση 0,4% σημείωσαν εξάλλου οι λιανικές πωλήσεις στις ΗΠΑ τον Φεβρουάριο φτάνοντας τα 697,9 δισ. δολάρια λίγο χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών.
Σε ετήσια βάση ωστόσο, οι λιανικές πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 5,4%. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία για το τρίμηνο που ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο αυξήθηκαν κατά 6,4% σε σύγκριση με πέρυσι.
Οι πωλήσεις λιανικού εμπορίου μειώθηκαν κατά 0,1% σε μηνιαία βάση, αλλά αυξήθηκαν κατά 4,0% σε ετήσια βάση.
Εν τω μεταξύ, οι υπηρεσίες τροφίμων και ποτών αυξήθηκαν κατά 15,3% σε σύγκριση με τον Φεβρουάριο του 2022, ενώ τα καταστήματα γενικών εμπορευμάτων αυξήθηκαν κατά 10,5%.