Η Κρήτη του iPhone και του Καλάσνικοφ

0
56

Η οπλοκατοχή δεν είναι πια παράδοση. Είναι εθισμός. Σε κάθε σπίτι υπάρχει όπλο, κι άλλο ένα στο αυτοκίνητο. Οι σφαίρες δεν πέφτουν μόνο σε γάμους, πέφτουν για δοκιμή, για εκτόνωση, για να θυμούνται ότι «είμαστε άντρες». Το πιο άγριο, όμως, δεν είναι τα όπλα. Είναι οι ψυχές. Εκείνοι που πήγαν σχολείο, που έχουν κινητά, που βλέπουν Netflix, σκέφτονται ακόμα σαν το 1900

Δημήτρης Ευθυμάκης 1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2025

Δύο νεκροί και αμέτρητοι τραυματίες στα Βορίζια. Οχι το 1953, αλλά το 2025. Πιστόλια, καραμπίνες, καλάσνικοφ, βόμβες, και δύο χιλιάδες σφαίρες που θερίζανε τους τοίχους. Το χωριό έγινε πεδίο μάχης. Τα νοσοκομεία του Ηρακλείου χωρίστηκαν.

Εδώ οι νεκροί κι οι τραυματίες της μιας οικογένειας, εκεί της άλλης. Μην και ξανασυναντηθούν, γιατί ο σκοτωμός θα αναζωπυρωθεί έξω απ’ τις εντατικές. Ούτε στη Γάζα…

Οκτώ δεκαετίες μετά τη βεντέτα του ’53, όταν είχαν φτάσει να ρίξουν χειροβομβίδα στο σπίτι της μιας οικογένειας την ώρα που θρηνούσε τους πρώτους νεκρούς του τότε μακελειού, τα Βορίζια ξαναγράφουν την ίδια ιστορία.

Μόνο που τώρα δεν υπάρχει ούτε φτώχεια ούτε αγραμματοσύνη να τη δικαιολογήσει. Υπάρχει απλώς το κενό. Αυτό που κάποτε λεγόταν «τιμή», έχει γίνει αντανακλαστικό εκδίκησης.

Οι παλιοί σκότωναν γιατί δεν είχαν κράτος, οι καινούργιοι σκοτώνουν γιατί δεν έχουν φρένο. Ο «σασμός» έγινε τηλεοπτική γαρνιτούρα, στην πραγματική Κρήτη δεν υπάρχει συμφιλίωση, μόνο παζάρια αίματος. Και πίσω απ’ όλα αυτά, η ίδια τυφλή βεβαιότητα πως η ζωή του άλλου αξίζει λιγότερο από το δίκιο τού «σπιτιού».

Η οπλοκατοχή δεν είναι πια παράδοση. Είναι εθισμός. Σε κάθε σπίτι υπάρχει όπλο, κι άλλο ένα στο αυτοκίνητο. Οι σφαίρες δεν πέφτουν μόνο σε γάμους, πέφτουν για δοκιμή, για εκτόνωση, για να θυμούνται ότι «είμαστε άντρες».

Από τα Βορίζια έως το Ελος Χανίων, όπου πριν δυο μέρες ένας 23χρονος πυροβόλησε άνθρωπο που χόρευε στη γιορτή, το όπλο είναι το νέο διαβατήριο ανδρισμού. Μια κοινωνία που οπλοφορεί για να νιώσει σπουδαία είναι ήδη φοβισμένη. Το πιο άγριο, όμως, δεν είναι τα όπλα. Είναι οι ψυχές.

Εκείνοι που πήγαν σχολείο, που έχουν κινητά, που βλέπουν Netflix, σκέφτονται ακόμα σαν το 1900. Εμαθαν να γράφουν, όχι να σκέφτονται. Η τεχνολογία μπήκε στη ζωή τους, ο πολιτισμός όχι. Ο ίδιος που ανεβάζει stories στο Instagram, μπορεί την άλλη μέρα να τραβήξει την σκανδάλη διότι τα κατσίκια του απέναντι μπήκαν κατά λάθος στο χωράφι του.

Δεν είναι αναχρονισμός, είναι κοινωνική σχιζοφρένεια. Στους ορεινούς όγκους της Κρήτης, τα «κοπέλια» μαθαίνουν από μικρά ότι η αμφισβήτηση του νόμου και της εξουσίας είναι περηφάνια και καπετανιλίκι. Από τα 15 τους οδηγούν τζιπ, από τα 17 τους κυκλοφορούν με κουμπούρι στην μέση κι αλλοίμονο στον δάσκαλο ή τον καθηγητή που θα του κάνει παρατήρηση.

Εξάλλου, γιατί να πάει στο σχολειό να φάει τα χρόνια του στα θρανία; Για να γίνει υπάλληλος με τρεις κι εξήντα; Θα χει τα «ζα» του (τα ζώα του), θα τα δηλώνει διπλά και τρίδιπλα για να παίρνει τις επιδοτήσεις, (ας τολμήσει ελεγκτής ν’ ανέβει ως εκεί), θα χει τα λεφτά του, το τζιπ του, θα πίνει τσικουδιές στο καφενείο με το σόι του, θα γυαλίζει κάθε πρωί το κουμπούρι του, θα κατεβαίνει και τα Σαββατοκύριακα στο Ηράκλειο, στο Ρέθεμνος και τα Χανιά για να τσαμπουκαλεύεται στα μπαρ με τις τουρίστριες.

Κι άμα ζοριστεί οικονομικώς, θα βάλει και μια φυτεία βαθιά μέσα στον φάραγγα… Στο μεταξύ, κάπου μέσα σ’ αυτό το μαύρο θέατρο, υπάρχει πάντα η κρητικιά μάνα. Οπως παλιότερα και η Μανιάτισσα. Η πιο τραγική φιγούρα του τόπου. Μένει πίσω με τους νεκρούς και μεγαλώνει τον μικρό με το δηλητήριο της εκδίκησης. «Μην ξεχάσεις τον πατέρα σου», του λέει και του ξαναλέει.

Απ’ αυτή τη φράση, φυτρώνει η επόμενη σφαίρα. Το μητρικό φίλτρο γίνεται ομφάλιος λώρος της βίας. Οι άντρες σκοτώνουν, οι γυναίκες αναπαράγουν τη λογική του αίματος. Οχι από κακία, από τύφλα. Και το κράτος; Τα ‘βαλε με τις μπαλωθιές στους γάμους, κάτι έκανε εκεί, αλλά κατά τα λοιπά, ανέχεται.

Το ρουσφέτι θριαμβεύει, οι πολιτικοί χαϊδεύουν, οι κάμερες κάνουν ρεπορτάζ ανάμεσα στα μαντριά. Η Κρήτη παρουσιάζεται σαν εξωτικό νησί, μα στην ενδοχώρα της η ιδέα του νόμου έχει σαπίσει. Κανείς δεν θέλει να τα βάλει ουσιαστικά με τους «περήφανους Κρητικούς». Κι έτσι το αίμα συνεχίζει να ποτίζει το χώμα, να βαφτίζει παιδιά με ονόματα νεκρών, να θερίζει ζωές για «τιμές» που έχουν ξεχάσει ποιον τιμούν.

Η Κρήτη του iPhone και του Καλάσνικοφ δεν είναι εξωτικό παράδοξο. Είναι η Ελλάδα ολόκληρη, ξεγυμνωμένη απ’ το περιτύλιγμα. Μια χώρα που φοράει το προσωπείο του 21ου αιώνα, μα σκέφτεται σαν να ζει στον 19ο. Κι όσο ακούμε ότι η βεντέτα είναι «παράδοση», τόσο θα θάβουμε παιδιά στο όνομα της. Δεν είναι τιμή. Είναι ντροπή με 4G σήμα.

Πηγή: Protagon.gr