Προσπαθουσα να καταλαβω γιατι πηρα τοση απροσμενη και απροσμετρητη ηδονη, βλεποντας τις νεαρες γυναικες του polo (ας παψουμε να τις αποκαλουμε “κοριτσια”) να πανηγυριζουν τη νικη τους.
Ελυσα το αινιγμα, με τρια “αντι.” Εκεινο της αντιστιξης, το αλλο της αντικαταστασης και το τριτο του αντιδοτου. Ειδα εκεινα τα λαμπερα και λαμπρα προσωπα να ψελνουν με παθος (και οχι βαρυεστημενα, σαν καποιους ποδοσφαιριστες) τον εθνικο μας υμνο, να νιωθουν καθε στροφη του, να ειναι καργα στην υπερηφανεια της σημαιας τους αλλα και της προσωπικης τους λαμψης, αντι για τις τοξικες φατσες παρωχημενων υπερβαρων λιπωματων, θεομουρλων αρχηδων κομματων, γυναικων με μασκες μισους, που κινουνται ατερμονα στις οθονες μας — θελουμε δε θελουμε — και αντικατεστησα την παραφωνια των δικων τους μισητων κραυγων με το ευωδιαστο ακουσμα απο τις φωνες της ομαδας — κι ας μην ακουγονταν.
Προσωπα καθαρα που κολυμπανε στην ομαδικοτητα, ματια φωτεινα που δεν κρυβουν τιποτα, μια σκηνη-λυτρωση απο τη δυσοσμια πολιτικης και κοινωνικης ζωης που αποπειραται να μας στραγγαλισει, το δραστικο αντιδοτο στη εφιαλτικη μουρη της Μουρτζουκου. Μια ιεροτελεστια προσωπων και ψυχων που ειχε την αθωοτητα της αγιας κοινωνιας απο χρυσο κουταλι μιας χρησης, ενα ψιθυρισμα ανεμου στις νοτες του “ω γλυκυ μου εαρ” ενα φτερουγισμα αληθινης ψυχης που δεν την ξερριζωνει καμια τσιγκινη κομματιλα, μια αλλη Ελλαδα που μας την εφτιαξαν με λιγοστα, λιτα χρωματα οι νεαρες γυναικες της υδατοσφαιρισης.
Καθε φορα που με εξοργιζει η “περιρρεουσα” θα παιζω το βιντεο της βραβευσης τους και θα εξορκιζω τα βλαβερα, μοχθηρα πνευματα του περιγυρου…











