Κερδίζει έδαφος η νόμιμη συνδρομιτική τηλεόραση, καθώς δημιουργείται η ικανή και αναγκαία συνθήκη για να συμβεί αυτό. Κατ’ αρχάς οι Αρχές της χώρας έχουν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του φαινομένου και έχουν αποδυθεί σε ένα ανελέητο κυνηγητό των πειρατών περιεχομένου.
Οι τελευταίοι είναι κατά κανόνα εταιρείες που διαθέτουν παράνομα συνδρομές των αθλητικών καναλιών Nova και Cosmote TV. Ωστόσο, δεν περιορίζονται σε αυτά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ, τη διετία 2023-2024 πραγματοποιήθηκαν 15 επιδρομές σε χώρους που προωθούσαν την πειρατεία ραδιοτηλεοπτικού περιεχομένου. Εξ αυτών οι 7 αστυνομικές επιχειρήσεις έγιναν το 2023, σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Πελοπόννησο, Αλεξανδρούπολη, Κοζάνη, Κρήτη και Εύβοια. Άλλες 8 αστυνομικές επιχειρήσεις έγιναν φέτος έως τον Σεπτέμβριο, σε Αττική, Σαλαμίνα, Θεσσαλονίκη, Ρόδο, Βοιωτία, Κρήτη. Σε αυτές, σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, έγιναν:
- 42 συλλήψεις και εκδόθηκαν 10 εντάλματα σύλληψης,
- τουλάχιστον 50.000 τελικοί απλοί χρήστες βρίσκονται υπό δικαστική διερεύνηση,
- επ’ αυτοφώρω συλλήψεις τελικών χρηστών από τη Δίωξη Οργανωμένου Εγκλήματος.
Οι διώξεις της Πολιτείας αναμένεται να ενταθούν. Αυτό συμβαίνει επειδή η τηλεοπτική πειρατεία αποκτά χαρακτηριστικά οργανωμένου εγκλήματος, με πυραμιδοειδείς δομές, ενώ παράλληλα θεωρείται παράπλευρη δραστηριότητα των μεγάλων εγκληματικών οργανώσεων της χώρας (διακίνηση ναρκωτικών, όπλων, trafficking κ.ά.). Επιπλέον, επηρεάζει την ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων, αφού τα κινητά τηλέφωνα και οι φυσικές διευθύνσεις των πελατών κυριολεκτικά αλλάζουν χέρια μεταξύ των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος.
Την αποφασιστικότητα πάταξης της πειρατείας τηλεοπτικού περιεχομένου επιβεβαίωσε η Πολιτεία και με τη νομοθέτηση της δυναμικής (ζωντανής) γραφής μετάδοσης περιεχομένου. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας (EUIPO), από το 2021 η χώρα λειτουργεί το live blocking και πλέον σήμερα θεωρείται μία από τις καλύτερες πρακτικές φραγής πειρατικών σελίδων στο Διαδίκτυο. Άλλες 12 χώρες χρησιμοποιούν την ίδια μέθοδο και φαίνεται να έχουν αποτελέσματα.
Ειδικότερα, το άρθρο 25 του Νόμου 4708/2020 υιοθετεί τη δυνατότητα του dynamic blocking injunction, ενός δυναμικού εργαλείου στην καταπολέμηση της διαδικτυακής πειρατείας. Στην ουσία το άρθρο αυτό αναθέτει στην Επιτροπή για τη Γνωστοποίηση Διαδικτυακής Προσβολής Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας και Συγγενικών Δικαιωμάτων (ΕΔΠΠΙ), που λειτουργεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (ΟΠΙ), να «κατεβάσει» μια ιστοσελίδα ή έναν server που μεταδίδει παράνομα τηλεοπτικό περιεχόμενο. Και μέχρι σήμερα η ΕΔΠΠΙ, με τη συνδρομή της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών & Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), έχει κατεβάσει εκατοντάδες ή και χιλιάδες ιστότοπους ή servers (εφόσον βρίσκονται εντός ελληνικού εδάφους).
Σημειώνεται ότι από το 2020 και μετά, δηλαδή μετά την πανδημία, η πειρατεία οπτικοακουστικού περιεχομένου είναι σε άνθηση. Σύμφωνα με το EUIPO, το ύψος των διαφυγόντων εσόδων στην ΕΕ των 27 ανήλθε το 2022 πάνω από 21 δισ. ευρώ, από 18,5 δισ. ευρώ που ήταν το 2020. Πηγή του κακού δεν είναι τόσο οι κινηματογραφικές παραγωγές, όσο κυρίως το τηλεοπτικό περιεχόμενο.
Όλα τα παραπάνω ενδεχομένως δεν θα είχαν τόσο μεγάλη σημασία αν οι πάροχοι της συνδρομητικής τηλεόρασης δεν μειώνανε τις χρεώσεις τους. Στην πράξη τις χρεώσεις τις αυξήσανε οριακά, αλλά προσθέσανε περιεχόμενο που πλέον καθιστά δελεαστική την πρότασή τους.
Το σημαντικότερο, όπως σημειώνουν άνθρωποι της αγοράς, είναι ότι πλέον η παροχή της υπηρεσίας -ειδικά στο premium περιεχόμενο, όπως είναι οι αθλητικές μεταδόσεις- είναι αρκετά ανταγωνιστική με εκείνη των πειρατών. Έτσι, μειώνεται η διάθεση των καταναλωτών για να κάνουν συμβάσεις με τους πειρατές, οι οποίοι είναι αμφιβόλου προέλευσης και προθέσεων.
Η μεταβολή αυτή ίσως να επιφέρει αποφασιστικό πλήγμα στην πειρατεία περιεχομένου, η οποία σήμερα εκτιμάται ότι κινείται μεταξύ 600.000 έως 1.000.000 πειρατικών συνδρομών. Αναφερόμαστε σε αυτές που μετρά η ΕΕΤΤ και η οποία αναφέρει ότι οι νόμιμες συνδρομές τηλεόρασης στην Ελλάδα είναι περίπου 1,3 εκατομμύρια. Επομένως, η πειρατεία αντιστοιχεί στο 40% έως 80% της νόμιμης αγοράς.