Μια ενδιαφέρουσα υπόθεση: Το ζήτημα της αποζημίωσης ένεκα τρομοκρατικής ενέργειας

0
171

Ένα φλέγον ζήτημα το οποίο είναι άκρως επίκαιρο λόγω των εξελίξεων της  επικαιρότητας και συγκεκριμένα ένεκα της έκρηξης της θηριώδους βόμβας στο  διαμέρισμα επί της οδού Αρκαδίου στην περιοχή των Αμπελοκήπων Αθήνας είναι  το τι μέλλει γενέσθαι για τις ξένες περιουσίες των πολιτών, οι οποίες  καταστράφηκαν από αυτήν. Ειδικότερα, όπως θα αναπτυχθεί κατωτέρω, προκύπτει  ότι ο νομικός κόσμος δεν έχει προβεί σε μια πάγια θέση, αλλά αντιθέτως ως προς  τη θεμελίωση ή μη της αστικής ευθύνης του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρον 105  του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αυτή κρίνεται ad hoc, με συνέπεια  άλλοτε να καταφάσκεται παρανομία των αστυνομικών οργάνων του Ελληνικού  Δημοσίου κι άλλοτε όχι.  

Θα πρέπει δε να λεχθεί ότι στη διάταξη του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ  προβλέπεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του  δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το  δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά  παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το  δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των  ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.». Στην ως άνω διάταξη  θεμελιώνεται η λεγόμενη «Αστική Ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου», κατά την  οποία συμφώνως με την αστικολογική θεωρία το Κράτος ευθύνεται για πράξεις ή  παραλείψεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά τον θεσμό του προστήσαντος (ΑΚ  922) και δη με ευθύνη αντικειμενική.

Άκρως ενδιαφέρον είναι το σκεπτικό επί του οποίου εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν  15568/2019 απόφαση του 5ου Τμήματος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη αποτροπή βομβιστικής  επίθεσης σε βάρος επαγγελματικών γραφείων εισπρακτικών εταιρειών και δη σε  προάστιο με προφίλ χαμηλής εγκληματικότητας στο Νομό Αττικής δεν θεμελιώνει  παρανομία των αστυνομικών οργάνων της ΕΛΑΣ κατ’ άρθρον 105 ΕισΝΑΚ. Και  τούτο διότι το Δικαστήριο έκρινε πως η επίθεση που έλαβε χώρα στα γραφεία της  εν λόγω εισπρακτικής εταιρείας «είχε αιφνιδιαστικό χαρακτήρα και ανάγεται στην  έννοια της ανωτέρας βίας, αφού ήταν αδύνατον, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και της λογικής, να είχε προβλεφθεί από τα αστυνομικά όργανα, προκειμένου να  αποτραπεί με τη λήψη μέτρων αστυνομικής αρμοδιότητας. Τούτων έπεται ότι δεν  στοιχειοθετείται παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού  Δημοσίου, που να θεμελιώνει αποζημιωτική του ευθύνη κατ’ άρθρο 105 του  Εισ.Ν.Α.Κ.». Μάλιστα, θα πρέπει να επισημανθεί η θέση του Ελληνικού Δημοσίου  συμφώνως με την οποία αυτό υποστήριξε πως «είχαν ληφθεί επαρκή μέτρα  αστυνόμευσης της συγκεκριμένης περιοχής κατά τον κρίσιμο χρόνο, η δε εκδήλωση  της ένδικης βομβιστικής ενέργειας συνιστούσε γεγονός ανωτέρας βίας που δεν  μπορούσε να προβλεφθεί και να αποτραπεί από τα αστυνομικά όργανα ακόμα και με  μέτρα άκρας επιμέλειας.». Συγχρόνως δε το ως άνω Δικαστήριο στο σκεπτικό του  συνεκτίμησε πως «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται, ούτε η  ενάγουσα επικαλείται ότι προ της επίμαχης βομβιστικής επίθεσης είχε λάβει χώρα  προειδοποιητική ανακοίνωση, συγκεκριμένη απειλητική ενέργεια ή κάποιο  περιστατικό βίας σε βάρος των ασφαλισμένων εταιρειών», καθώς επίσης και ότι  «δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο και υπαρκτό – και δη κατά το επίμαχο χρονικό  διάστημα – κίνδυνο εναντίον τους που θα έχρηζε ειδικότερης αξιολόγησης και  αντιμετώπισης από τα αστυνομικά όργανα» κατατείνοντας πως «δεν μπορεί να γίνει  δεκτό πως οι εγκαταστάσεις των ανωτέρω εταιρειών αποτελούσαν ευπαθείς στόχους κατά την έννοια του άρθρου 70 του π.δ. 141/1991, αφού δεν προκύπτει ότι είχαν  χαρακτηρισθεί ως τέτοιοι με την προβλεπόμενη στο ανωτέρω άρθρο διοικητική  διαδικασία, η οποία απαιτεί απόφαση εκδοθείσα από τον Αρχηγό της Ελληνικής  Αστυνομίας, κατόπιν κατάρτισης, από ειδική Επιτροπή, έκθεσης εκτίμησης κινδύνου.
Μάλιστα, έγινε δεκτό ότι αναγκαίο για την πλήρωση των απαιτούμενων  προϋποθέσεων, ώστε να στοιχειοθετείται ευθύνη σε βάρος του Ελληνικού  Δημοσίου, είναι προ της εκδήλωσης της υπό εξέτασης τρομοκρατικής ενέργειας να  υφίστανται στη διάθεση των αστυνομικών αρχών συγκεκριμένες ενδείξεις για  πιθανή εκδήλωση βίαιης επίθεσης σε βάρος των εκάστοτε πληγέντων, οι οποίες που  θα καθιστούσαν επιβεβλημένη τη λήψη περαιτέρω μέτρων ενισχυμένης  προληπτικής παρουσίας της αστυνομικής δύναμης στην επίμαχη περιοχή, ενώ  επισημαίνεται πως το επιβαλλόμενο εκ του νόμου καθήκον των αστυνομικών  οργάνων προς διαφύλαξη της κοινωνικής ειρήνης και προστασία των περιουσιών  των πολιτών δεν συνεπάγεται, σε καμία περίπτωση, υποχρέωσή τους να φυλάττουν, ανά πάσα στιγμή, με ενισχυμένες αστυνομικές δυνάμεις, όλες τις τράπεζες και τις  εν γένει δραστηριοποιούμενες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο εταιρείες σε κάθε  περιοχή της Αττικής, προς αποτροπή πιθανών επιθέσεων σε βάρος τους και  καταστροφών της ιδιωτικής τους περιουσίας.

Στην αντίποδα, ωστόσο, κινήθηκε το 25ο Τμήμα του Μονομελούς  Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 2718/2018  απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή εν μέρει την εγειρόμενη αγωγή όμορων  γειτόνων δικαστικής λειτουργού, στην οικία της οποία είχε τεθεί εκρηκτικός  μηχανισμός αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου αποζημίωση  στις ενάγουσες. Ειδικότερα, το ανωτέρω Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψιν τη μεν  υποχρέωση για την προστασία τόσο του γενικού συμφέροντος, όσο και της ζωής  και περιουσίας των πολιτών και για τη λήψη προληπτικών μέτρων αποτροπής  τρομοκρατικών ενεργειών την οποία ενέχει το Ελληνικό Δημόσιο δια των  αστυνομικών του οργάνων, καθώς επίσης και τη δε υποχρέωση κατά τον χρόνο του  υπό κρίση συμβάντος της τοποθέτησης καθημερινής νυχτερινής αστυνομικής  φύλαξης στην οικία δικαστικού λειτουργού, για την οποία, μάλιστα, είχε εκδοθεί  οικεία διαταγή από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Βορειοανατολικής Αττικής, σε  παραβίαση της οποίας και δεν τίθετο αστυνομικός σκοπός προς φύλαξη του  ανωτέρω δικαστικού λειτουργού από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, με συνέπεια  να καταστεί εφικτή η τοποθέτηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού, ο οποίος  και εν συνεχεία εξερράγη έκρινε ότι στην προκείμενη περίπτωση συντρέχει  παράνομη παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105  ΕισΝΑΚ. Ειδικότερα, νομολογήθηκε ότι η υλική ζημία που καθεμία των  εναγουσών, ήτοι όμορων γειτονισσών, υπέστησαν αντιστοίχως τελεί σε αιτιώδη  συνάφεια με την κατά τα ανωτέρω παράνομη παράλειψη των αστυνομικών  οργάνων του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι οι πιο πάνω  παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων συνιστούν αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία  για τη μη αποτροπή της ως άνω ισχυρής έκρηξης που χαρακτηρίστηκε  τρομοκρατική ενέργεια και είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση των ανωτέρω υλικών  ζημιών των εναγουσών, ενώ συγχρόνως έγινε δεκτό και το αίτημά τους προς το  κονδύλιο αποκατάστασης της ηθικής βλάβης που αυτές υπέστησαν λόγω της  έντονης στενοχώριας, ψυχικής ταλαιπωρίας και αναστάτωσης.
Συνάμα, δέον να αναφερθεί ως προς τις ασφαλιστικές συμβάσεις για την  κάλυψη ζημιών σε οχήματα ένεκα πυρκαγιάς ή έκρηξης οφειλόμενης σε  τρομοκρατική ενέργεια, ότι στην ασφαλιστήρια σύμβαση θα πρέπει να εμπεριέχεται  σχετική διάταξη με ρητή μνεία στην ανάληψη ευθύνης για την κάλυψη ζημιών από τρομοκρατικές ενέργειες ή κακόβουλες πράξεις, ενώ στις πλείονες των  περιπτώσεων απαιτείτο να υπάρξει σχετική προκήρυξη για την ανάληψη ευθύνης  από συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση ή επίσημη ανακοίνωση αρμόδιου  κρατικού φορέα στην οποία να γίνεται αναφορά σε τρομοκρατικό χτύπημα,  προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποζημίωση του ασφαλισμένος.

Γράφει ο Ιωάννης Μπαρκαγιάννης

Δικηγόρος με εξειδίκευση στο Ποινικό Δίκαιο