Η North Project σας ενημερώνει : Κλείνει η “ψαλίδα” ενοικίων και δόσεων στεγαστικού δανείου

0
447

Ενισχύεται ο επενδυτικός χαρακτήρας της κατοικίας, καθώς όπως προκύπτει από τα ευρήματα έρευνας της Focus Bari, 1 στους 3 ιδιοκτήτες ακινήτων (33%), δηλώνει πως αποκομίζει εισόδημα από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του. Η πλειονότητα προτιμά την μακροχρόνια μίσθωση, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό επιλέγει τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ή διαθέτει εμπορικό ακίνητο προς εκμετάλλευση. Ωστόσο, το μέσο ετήσιο εισόδημα από ακίνητα δεν ξεπερνά τις 10.000 ευρώ (9.722 ευρώ) για το 70% των ιδιοκτητών, ενώ το 45% εισπράττει έως 5.000 ευρώ.

Το στοιχείο αυτό ενδεχόμενως να λειτουργήσει θετικά στο πλαίσιο της κινητικότητας που επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο, που μελετά τρόπους και σενάρια για την μείωση των φορολογικών συντελεστών των ενοικίων, ως ένα μέτρο για την μείωση των ενοικίων. Μάλιστα, μεταξύ των πιο πιθανών σεναρίων, είναι η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα πρώτα 5.000 ευρώ εισοδημάτων, από 15% σε 5% ή 7%.  Αυτά είναι ορισμένα από τα συμπεράσματα της έρευνας, που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών-Αττικής και παρουσιάστηκε χθες στο Ευγενίδειο Ίδρυμα, στο πλαίσιο συνεδρίου για τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων.

Όσον αφορά το κόστος στέγασης, με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, περίπου 1 στους 3 ιδιοκτήτες ακινήτων, εξυπηρετεί αυτή τη στιγμή στεγαστικό δάνειο με μέση μηνιαία δόση 488 ευρώ. Μεταξύ των ιδιοκτητών που πληρώνουν δόση στεγαστικού δανείου, ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι όσοι έχουν εισόδημα έως 10.000 ευρώ πληρώνουν σχεδόν την ίδια δόση με εκείνους που έχουν εισόδημα από 20.000 έως 30.000 ευρώ (461 έναντι 463 ευρώ).

Αντίστοιχα, όσοι νοικιάζουν σπίτι καταβάλλουν μέσο μηνιαίο μίσθωμα 440 ευρώ. Το 75% των ενοικιαστών πληρώνει έως 600 ευρώ το μήνα και συγκεκριμένα το 39% δαπανά από 400 έως 600 ευρώ και το 36% από 200 έως 400 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, το 84% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνει ότι συμφωνεί (πολύ ή αρκετά) με το ότι οι τιμές των ενοικίων είναι πολύ υψηλές, σε σχέση με τα εισοδήματα. Ωστόσο, μεταξύ των ιδιοκτητών, μόνο το 47% όσων έχουν έσοδα από ακίνητα, συμφωνούν πολύ με την άποψη αυτή, έναντι 66% όσων ιδιοκτητών δεν έχουν κάποιο έσοδο από την ακίνητη περιουσία τους.

Σύμφωνα με τη κοινή γνώμη, η Πολιτεία θα βοηθούσε στο στεγαστικό θέμα αν παρείχε φορολογικά κίνητρα ώστε αναξιοποίητα ακίνητα να διατεθούν προς μίσθωση (72%), ενώ ελαφρώς μικρότερη μερίδα πιστεύει ότι η επιδότηση ενοικίου θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της οικονομίας (64%). Αντίστοιχα 6 στους 10 πιστεύουν ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στη βραχυχρόνια μίσθωση δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, ενώ επιφυλακτική είναι η στάση ως προς την καθολική απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης.

Πάντως, η πλειονότητα εκφράζει την αισιοδοξία της για την μελλοντική πορεία της αγοράς κατοικίας. Συγκεκριμένα, το 60% εκτιμά ότι οι αξίες θα αυξηθούν τα επόμενα πέντε χρόνια, έναντι μόλις 12% που αναμένουν σταθεροποίηση κι ένα επιπλέον 11% που κάνει λόγο για μείωση των τιμών. Μάλιστα, όσοι δεν έχουν ακίνητα θεωρούν σε ποσοστό 66% ότι οι τιμές θα αυξηθούν, έναντι 58% όσων έχουν ήδη κάποιο ακίνητο. Αντίστοιχα, τα επόμενα 1-2 χρόνια, το 18% των ερωτηθέντων αναφέρει ότι ενδιαφέρεται για να αγοράσει ακίνητο (έναντι 69% που δεν σκέφτεται να προβεί σε αγορά ακινήτου). Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι το 50% αυτών που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν κάποιο ακίνητο, επιδιώκουν την εκμετάλλευσή του και το υπόλοιπο 50% το προορίζει για ίδια χρήση. Στο πλαίσιο αυτό, το 52% συμφωνεί με την άποψη ότι τα ακίνητα αποτελούν μία από τις καλύτερες επενδύσεις, ενώ μόλις το 10% διαφωνεί (το 33% έχει ουδέτερη άποψη).

Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνει τον επενδυτικό προσανατολισμό αρκετών απέναντι στην κατοικία, κάτι που οφείλεται και στην μεγάλη αύξηση των ενοικίων. Από την άλλη πλευρά, καταδεικνύει και το ότι η πρόσβαση στην απόκτηση κύριας κατοικίας για ίδια χρήση δυσκολεύει συνεχώς. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έρευνας, η ενίσχυση του επενδυτικού χαρακτήρα των ακινήτων, “έχει φέρει σοβαρές κοινωνικές συνέπειες, με βασικότερη την εκτίναξη του κόστους στέγασης.

Το γεγονός ότι οι δόσεις στεγαστικών δανείων και τα ενοίκια κυμαίνονται σε παρόμοια επίπεδα, ενώ παράλληλα τα εισοδήματα μένουν σταθερά ή μειώνονται, προκαλεί δυσχέρεια πρόσβασης σε αξιοπρεπή κατοικία, ιδιαίτερα για τους νέους και τα ευάλωτα κοινωνικά στρώματα. Η ανάπτυξη της βραχυχρόνιας μίσθωσης, αν και επένδυση υψηλής απόδοσης για πολλούς ιδιοκτήτες, φαίνεται να επιβαρύνει σημαντικά το απόθεμα κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση και οδηγεί σε ανισορροπία στην αγορά, ενισχύοντας τον κοινωνικό προβληματισμό.

Παράλληλα, η χαμηλή οικοδομική δραστηριότητα της τελευταίας δεκαετίας έχει δημιουργήσει ένα τοπίο με περιορισμένη προσφορά νεόδμητων ακινήτων, επιτείνοντας τις πιέσεις τιμών και αναγκάζοντας την αγορά να στραφεί σε ανακαινίσεις υφιστάμενων κτιρίων. Η δυναμική αυτή ενισχύεται από επενδυτές που, βλέποντας την αυξανόμενη ζήτηση, στοχεύουν στην αναβάθμιση παλαιότερων ακινήτων με στόχο υψηλότερες αποδόσεις”.