Προχθές, την Τετάρτη 2 Απριλίου 2025, ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε αυτό που όλοι περίμεναν εδώ και εβδομάδες: ανακοίνωσε τους νέους δασμούς που υπόσχονται να τινάξουν στον αέρα τις εμπορικές σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με τον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται για μία τεράστια βόμβα στα θεμέλια του παγκόσμιου εμπορίου. Αναμενόμενη μεν, βόμβα δε. Κι επειδή πολλοί δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα προχωρήσει σε τόσο έντονες κινήσεις, η επίδραση βρίσκει τον πλανήτη περισσότερο απροετοίμαστο απ’ ό,τι κανείς θα περίμενε.
Από τις 5 Απριλίου, όλες οι εισαγωγές στις ΗΠΑ θα επιβαρύνονται με έναν γενικό δασμό 10%. Αλλά αυτός ο φόρος αποτελεί μόνο την βάση. Στο όνομα της “ανταποδοτικότητας”, ο Τραμπ επιβάλλει επιπλέον δασμούς σε χώρες που θεωρεί πως αδικούν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κίνα, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ιαπωνία είναι τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της νέας στρατηγικής.
Συγκεκριμένα, στην Κίνα επιβάλλεται επιπλέον δασμός 34%, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό στο 44%. Ωστόσο, λόγω προηγούμενων δασμών 20% που είχαν επιβληθεί νωρίτερα το 2025, ο συνολικός δασμός φτάνει το 54%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο επιπλέον δασμός είναι 10%, φτάνοντας το συνολικό ποσοστό στο 20%, ενώ η Ιαπωνία αντιμετωπίζει συνολικό δασμό 24% λόγω “ανταποδοτικότητας” 14%.
Ο Τραμπ υποστηρίζει ότι αυτές οι κινήσεις θα αναζωογονήσουν τη βιομηχανία των ΗΠΑ και θα μειώσουν το εμπορικό έλλειμμα. Στην πραγματικότητα, όμως, παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι με την οικονομική ιστορία και τις παγκόσμιες αγορές. Οι νέοι δασμοί αναμένεται να αυξήσουν τις τιμές σε τρισεκατομμύρια δολάρια αξίας αγαθών που εισάγονται κάθε χρόνο, γεγονός που θα διαταράξει τις εφοδιαστικές αλυσίδες και θα αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό, τουλάχιστον βραχυχρόνια.
Οι αντιδράσεις από το εξωτερικό δεν άργησαν να έρθουν. Η Κίνα εξέφρασε ανοιχτά τη δυσαρέσκειά της, κάνοντας λόγο για αδικαιολόγητη επίθεση και προειδοποιώντας ότι θα προχωρήσει σε αντίμετρα, χωρίς όμως να διευκρινίζει ακριβώς τι σχεδιάζει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, αφού έκανε τις γνωστές διπλωματικές δηλώσεις περί συνεργασίας και διαλόγου, ετοιμάζει ήδη πακέτο δασμών ύψους έως 26 δισεκατομμυρίων ευρώ σε αμερικανικά προϊόντα. Κάτι αναμενόμενο, αλλά καθόλου καθησυχαστικό. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι στους εμπορικούς πολέμους, κανένας δεν κερδίζει, ότι αυτοί είναι παιχνίδια αρνητικού τελικού αποτελέσματος για όλους. Και το έχει πιστοποιήσει πάνω από μία φορά…
Για την Ελλάδα, το timing είναι είναι εξαιρετικά κακό. Οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2020 ήταν μόλις 1,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Το 2024, το νούμερο αυτό εκτοξεύτηκε στα 2,411 δισεκατομμύρια ευρώ, με τις ΗΠΑ να γίνονται η πέμπτη μεγαλύτερη αγορά για τα ελληνικά προϊόντα. Αυτή η τετραετής αύξηση ήταν εντυπωσιακή και αποδεικνύει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στην απαιτητική αμερικανική αγορά με επιτυχία και το μέλλον έδειχνε ιδιαίτερα ευοίωνο.. Τώρα τα πράγματα θα δυσκολέψουν σημαντικά.
Τα ελληνικά προϊόντα που κυριαρχούν στις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ είναι κυρίως αγροτοτροφικά και στο επίκεντρο βρίσκεται η επιτραπέζια ελιά. Η Ελλάδα, έχοντας κατακτήσει την δεύτερη θέση στους προμηθευτές επιτραπέζιων ελιών στην Αμερική, εξάγει κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες τόνους με αξία που ξεπερνά τα 120 εκατομμύρια δολάρια.
Τώρα, με τον δασμό του 20%, η εικόνα αυτή αναμένεται να αλλάξει προς το χειρότερο. Οι πρώτες εκτιμήσεις δείχνουν μείωση των εξαγωγών κατά 20-30%, κάτι που θα προκαλέσει απώλειες εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Το χειρότερο δεν είναι ότι θα χαθεί μια μεγάλη (έως τεράστια) αγορά, αλλά ότι θα χαθεί μια αγορά που χρειάστηκαν πολλά χρόνια, πολύς κόπος και πολλές θυσίες για να κερδηθεί.
Δεν είναι όμως μόνο οι εξαγωγές που θα υποφέρουν. Οι ελληνικές εισαγωγές από τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε ενέργεια και πρώτες ύλες, θα γίνουν ακριβότερες. Και όταν μια χώρα όπως η Ελλάδα εισάγει περίπου το 70% των ενεργειακών της αναγκών, η αύξηση του κόστους θα πλήξει τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις με άμεσο και εξαιρετικά επώδυνο τρόπο.
Η στρατηγική του Τραμπ, να επιβάλει υπέρογκους δασμούς ως διαπραγματευτικό μέσο, δεν δείχνει να διαθέτει καμία πραγματική οικονομική λογική. Τουλάχιστον όχι στον μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα. Πρόκειται για μία επίδειξη δύναμης που στόχο έχει να εξαναγκάσει κάποιους να κάτσουν και πάλι σε ένα τραπέζι διαπραγμάτευσης. Μόνο που (πιθανότατα) θα αποδειχθεί αυτοκαταστροφική.
Αφενός γιατί κανείς δεν συμπαθεί τους bullies κι αφετέρου διότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα περιμένει τον Τραμπ να αποφασίσει αν θα την καταστρέψει ή θα την χρησιμοποιήσει υπέρ του. Αυτό που εκείνος φαντάζεται ως ηρωική αναγέννηση της αμερικανικής παραγωγής, δεν έχει καμία πολιτική ή οικονομική λογική και τελικά θα καταλήξει να γίνει το πιο δαπανηρό λάθος της προεδρίας του. Και δυστυχώς θα είναι δαπανηρότατο και για όλους, χωρίς καμία εξαίρεση…
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr