«Ευρισκόμεθα εν πλήρει θέρει πλέον. Η πρωτεύουσα ηρημώθη. Ο καλός κόσμος, ο δυνάμενος να φύγη την σκόνην, την ζέστην, την πληκτικήν ζωήν, εγκατέλιπε τας Αθήνας και κατέλαβεν επικαίρους θέσεις.
Προεξάρχει η Κηφισσιά. Η θαυμασία Κηφισσιά. Η ωραιοτέρα εξοχή, η μαγευτικωτέρα, η θελκτικωτέρα εξοχή των Αθηνών είναι η Κηφισσιά. Συγκεντρώνει πάντοτε τον εκλεκτότερον κόσμον τον καλήτερον, τον πλουσιότερον. Διότι συγκεντρώνει όλα εκείνα τα προτερήματα, φυσικά και επίκτητα, φυσικά και τεχνικά, τα οποία καθιστώσι μίαν εξοχήν διαμονήν θέρους άνετον, ευχάριστον, απολαυστικήν.
Ανέκαθεν η Κηφισσιά ήτο το θερινόν ενδιαίτημα των ευπόρων Αθηναίων. Από των αρχαιοτάτων χρόνων Ηρώδης ο Αττικός ο βαθύπλουτος των Αθηνών ευεργέτης, ο ιδίαις δαπάναις μαρμαρώσας το περιφανές μνημείον της πρωτευούσης, το Στάδιον, είχε θαυμασίαν έπαυλιν εν Κηφισσιά με αχανείς κήπους εν ή διήρχετο το θέρος μετά στρατιάς ολοκλήρου φίλων του.
Προ εικοσαετίας ακόμη η Κηφισσιά ήτο έρημος σχεδόν. Περιβόλια μεγάλα, σύσκια, ένας πευκών ατέρμων, δένδρα θεώρατα, ελαίαι αρχαιόταται μέσω των οποίων διεκρίνοντο αι κορυφαί τριών τεσσάρων εξοχικών οικίσκων και μερικαί αγροικίαι.
Ένας άνθρωπος ευρέθη αίφνης ο οποίος διείδε το μέλλον όλης εκείνης της σφριγηλής εκτάσεως, της ζωντανής φύσεως. Ο Μήτρος ο Κεφάλας. Από τους προεστούς του χωριού. Τότε ήτο χωριό η Κηφισσιά.
Κατήρχετο εις Αθήνας με το λεωφορείον, με μίαν σούσταν και έτρεχε εις του Άλφα πλουσίου.
-Κύριε Άλφα, ένα περιβόλι πουληέται. Πρώτης! Πάρε το και θα με συγχωρνάς.
Εξήντλει όλα τα επιχειρήματα, όλην την ειλικρίνειάν του, όλην την πειθώ και έπειθε. Μετά τινάς ημέρας συνοδεύων τον Άλφα πλούσιον και τον μηχανικόν του εδείκνυε το οικόπεδον. Έπειτα έφθαναν οι εργάται. Το οικόπεδον ανεσκάπτετο, εγίνοντο θεμέλια και μετά τινάς μήνας ωρθούτο μία περίκομψος έπαυλις με την πρασιάν της, με τον κήπον της. Θαυμασία θερινή διαμονή.
Η αρχαιοτέρα έπαυλις είναι του Οικονομίδου, ερειπωμένη σήμερον, εις την οποίαν κατώκησε και ο Όθων. Έπειτα του Τοσίτσα, η σημερινή έπαυλος Καραπάνου. Κατόπιν έρχεται η έπαυλις Θεοδωρίδου, μετ’ αυτήν η έπαυλις Ραγκαβή, η έπαυλις Ανδριτσάκη και τέλος η έπαυλις Μ.Μελά την οποίαν και εθυσίασεν ο φιλοπρόοδος εκείνος λανθρωπος διά να την κάμη ξενοδοχείον και να δώση ζωήν εις την Κηφισσιάν.
Πράγματι δε αι πρώται οικογένειαι αι οποίαι εκάθησαν εις το ξενοδοχείον Μελά, ήσαν και αι πρώται αι οποίαι έκτισαν έπαυλιν μόλις είδαν τα προτερήματα της ωραίας εξοχής. Επηκολούθησεν άλλη και έπιτα Τρίτη και τέταρτη, άλλη και άλλαι και σήμερον αριθμεί κανείς διακοσίας επαύλεις.
Συγχρόνως ανεφαίνετο και άλλος μόχθος ωθών την Κηφισσιάν προς την ευημερίαν. Ο Κοκκινάκης, κηπουρός Χίος, εμπειρότατος. Η Κηφισσιά οφείλει πολλά, πάρα πολλά εις αυτόν. Αλλά και οι κηπουροί μας, και οι δενδροκόμοι, οι ανθοκόμοι μας, σχεδόν όλοι είναι μαθηταί του. Εχρημάτισε και του Αντιβασιλέως της Αιγύπτου ακόμη κηπουρός. Τον έφερε δε ο Μελάς.
Ήρχισεν εκ του αφανούς και αυτός. Εκαλλιέργησεν ένα περιβόλι του Μελά, έπειτα άλλο και τρίτον, μετέφερε όλους τους τρόπους της καλλιεργείας απ’ έξω, εκαλλιέργησε οπωροφόρα δένδρα τα οποία έφερε απ’ έξω επίσης, βερυκοκιές, κερασιές, βυσσινιές και φράουλα την νοστιμωτάτην φράουλα της Κηφισσιάς και άνθη, μενεξέδες τους ονομαστούς μενεξέδες, και τριαντάφυλλα και σπαράγγια, διακριθείς και διδάξας την ανθοδεσίαν.
Έπειτα ανεφάνη και ο Μουχλίδης, άλλος δαιμόνιος Χιώτης. Με ένα κουκούτσι ροδακίνου το οποίον εσήκωσε από τον δρόμον μίαν ημέραν, έκαμε τεράστια περιβόλια. Δεν υπάρχει σήμερον παλαιόν περιβόλι εις την Κηφισσιάν το οποίον να μη είναι συνδεδεμένον με το όνομα ενός εκ των δύο.
Τώρα είναι και τρίτος ανθοδενδροφρουτοκόμος. Ο Κατσίμπας. Μαθητής του Κοκκινάκη και γαμβρός του επ’ ανεψιά, αντάξιος δε του διδασκάλου του. Και είναι η Κηφισσιά σήμερον η πρίν ντροπαλή αγρότις, κράμα νεανίδος τελείως πολιτισμένης και χωρικής παρθένου. Έχει τας περικόμψους επαύλεις της, τα θαυμάσια περιβόλια της, εις τα οποία χάνεται κανείς εις απόλαυσιν και ηδυπάθειαν, και τας γοητευτικάς δενδροστοιχίας της όπου δεν βλέπει κανείς τον γαλανόν θόλον, αλλ’ έχει και τα αγροίκα, τα φυσικά τοπεία της, τους συσκιούς, πευκώνας της, τους αχανείς, υπό τους οποίους εισπνέει κανείς την ζωήν και τα νερά της,τα κρυσταλλώδη νερά της.
Τα ωραιότερα περιβόλια σήμερον είναι των κ.κ. Αν. και Ζ. Μάτσα, Ι. Θεοδωρίδη, του κ. Ι. Λάμπρου, του Λ. Μελά, της κ. Βαλλιάνου, του Δεληγιάννη.
Ας δούμε και τα τοπεία της Κηφισσιάς. Πρώτον έρχεται το Κεφαλάρι. Πηγή μαγευτική, αφ’ ής αναβλύζει άφθονον ρευστόν κρύσταλλον, το οποίον κατρακυλά και κελλαρύζει απειλούν να πνίξη την Κηφισσιάν.
Μιάς ώρας παραμονή εκεί αναψύχει και ξεκουράζει. Γύρω πεύκα και πικροδάφναι, κατάφυτον παντού. Απέναντι η Πεντέλη. Μια εκκλησίτσα κοντά εις την πηγήν. Μέσα εις το νερό πάπιες κολυμβούν και λούζονται και δροσίζονται. Κάπου κάπου παρουσιάζεται ένας χωρικός καβάλλα με φρούτα διά να ποτίση το υποζύγιόν του.
Έρχεται κατόπιν η Πύρνα, η ιστορική Πύρνα. Η πηγή των Νυμφών. Χείμαρος πλημμυρίζων τον χειμώνα και κατακλύζων τα πέριξ. Έχει και θαυμάσιον καταρράκτην ο οποίος εν ώρα βροχής είναι θέαμα απολαυστικώτατον.
Τώρα το καλοκαίρι η Πύρνα είναι απλή κοίτη χειμάρρου κροκαλοβριθής. Κοίτη βαθυτάτη με καμπάς αποτόμους ελισσομένη. Κάτω εις το βάθος κυλά ολίγον ύδωρ. Εις τα πλάγια πλαισιούται από πυκνοφύλλους πλατάνους το φύλλωμα των οποίων δεν σε αφίνει να ιδής ουρανόν. Παρέκει ο καταρράκτης παρακάτω η γέφυρα της γεμάτη από πλατάνους και πολυτρίχι λείχον τους πόδας των ουρανουψών δένδρων.
Ιδού το Στροφύλι παρέκει. Τεράστιος πευκών, ζωογόνος, αναδίδων την οσμήν του κέδρου με άφθονα νερά. Άλλη γοητεία. Και έπειτα εις μιάς ώρας απόστασιν με άμαξαν δια μέσου άλλων πευκόνων, το Τατόϊ, η βασιλική έπαυλις.
Τι να γράψη κανείς διά το Τατόϊ. Σελίδες άπειροι δεν φθάνουν διά να περιγράψη τις τα θέλγητρά του, τα φυσικά, τους πευκώνας του, τας σκιεράς χαράδρας του, τα νερά του, τους καταρράκτας του, τα άγρια τοπεία του και τα άλλα μέρη του τα περιβόλια του, τας γεφύρας του, τα βουστάσιά του, τα φυτώριά του, τα ορνιθοτροφεία του, τα γαλακτομεία του.
Και έξαφνα ιδού προβάλλει και ο επιχειρηματίας, ο οποίος εσκέφθη: Όπως έγινε η Κηφισσιά είναι μόνον διά του ς βαθύπλουτους. Σήμερον κοστίζει πέντε και δέκα δραχμάς ο πήχυς. Δια να αγοράση και να κτίση κανείς πρέπει να έχη παρά. Τάχα δεν υπάρχει άλλος κόσμος, όχι πτωχός, αλλά είτε διά τον ένα ή άλλον λόγον μη δυνάμενος να διαθέση τόσον χρήμα, όσον χρειάζεται μία έπαυλις, ο οποίος όμως να θέλη να καθίση εις την Κηφισσιά δεκαπέντε ημέρας ή ένα μήνα;
Έλειπε το ξενοδοχείον. Ένα μεγάλο ξενοδοχείον, ευρωπαϊκόν, με αναγνωστήριον, με σαλονάκια και με πιάνα, με μπιλλιάρδα, με κήπον, με πήδακα, με μπάνια, με όλας τας ανέσεις, με όλας τας τέρψεις.
Εντός ενός έτους εκούρδισε –προ οκτώ ετών- το ξενοδοχείον του «Η Μεγάλη Βρεττανία της Κηφισσιάς» Αληθινή «Μπρετάνια».
Μεγαλοπρεπέστατον το οικοδόμημα με επιβάλλουσαν πρόσοψιν ορθούται εις την πλατείαν του Πλατάνου.
Και έχει γίνει το ξενοδοχείον Τζαννίδη το κέντρον όλων των καλών οικογενειών και όλως των επιφανών ομογενών της Αιγύπτου. Εφέτος μένει εκεί και ο κ. Εμ. Μπενάκης, ο Αιγύπτιος Κροίσος ο οποίος εγκατέλειπε πλέον φαίνεται την Νίτσα και το Μπίαρριτς και το Βισσύ και το Βισβάδεν.
Κάτω από το ξενοδοχείον ορθούται ο μέγας και πολύς Πλάτανος. Ο ιστορικός Πλάτανος. Γερμανοί φυσιοδίφαι τον εξετόμησαν ως 825 ετών ηλικίας. Γιγάντιον δένδρον απλώνον πολυσχιδείς βραχίονας και περιπτυσσόμενον το ωραίον οικοδόμημα του Τζανίδη.
Προ του ξενοδοχείου ανοίγεται η μικρά πλατεία κατάφυτος και σύσκιος, δημιούργημα του Τζαννίδη. Απ’ έξω τα αμάξια. Αγώγια όχι ακριβά. Δραχμάς τρείς η ώρα. Δώδεκα, δεκαπέντε δραχμάς μέχρι Τατοϊου μετ’ επανόδου.
Η αληθινή όμως γοητεία είναι ένα γεύμα εις την πλατείαν. Μέσα εις τα δένδρα, μέσα εις το φύλλωμα το δροσοστάλλακτον, το ελαφρώς σείζον και με τον ωχρογάλανον ουρανόν πέραν επάνω από το θαυμάσιον πάρκο καταντά αληθινή φαντασμαγορία.
Το Άλσος
Περιγραφήν ιδιαιτέραν δεν χρειάζεται το πάρκο. Είνε άλσος θαυμάσιον, επίμηκες το οποίον αρχίζει από τον σταθμόν του σιδηροδρόμου και τελαιώνει εμπρός εις του Τζαννίδη απλούμενον προ του ξενοδοχείου σαν τάπης πολύχρωμος. Η φυτεία του οφείλεται εις τον Μουχλίδην και τον Κοκκινάκην η δε συντήρησίς του εις τον Κατσίμπαν. Αλλ’ η κατασκευή του οφείλεται εις τον Τζαννίδην.
Πρίν ηπλούντο οικόπεδα ακαλλιέργητα προ του ξενοδοχείου και δυό τρία παραπήγματα ασχημίζοντα την πλατεία του πλατάνου.
Ο Τζαννίδης έρριψε την ιδέαν. Έτρεξε, εκόπιασε, παρεκάλεσε, ανέβηκε σκάλες Υπουργείων, κατέφυγεν εις τας εφημερίδας, έπεισε και ενώ εθεωρείτο όνειρον η αλσοποίησις ήλθε και η κυβερνητική πρωτοβουλία, τελευταία όπως πάντοτε και διά κυβερνητικού δανείου κατώρθωσε να κατασκευάση η Εταιρία του σιδηροδρόμου το Άλσος.
Παραθέτω ως κατακλείδα της περιγραφής την κάτωθι επιστολήν ομογενούς φίλου εξ Αιγύπτου:
….. Τι τα θές τέλος πάντων; Μία τέτοια σεζούρ δεν την λησμονεί κανείς. Έχετε ένα θαυμάσιον κομμάτι μέσα εις την μύτη σας, σείς οι Αθηναίοι. Δεν ξερω πως περνούν εις την Νίτσα άλλοι. Εγώ ξέρω να πώ ότι επέρασα δεκαπέντε ημέρας εις του Τζαννίδη θαυμάσια! Σε βεβαιώ ότι ευρισκόμουν διαρκώς υπό το,κράτος μιάς γοητείας. Από εκπλήξεως εις έκπληξιν. Από την άνετον ζωήν του ξενοδοχείου, ζωήν με όλας μου τας αναπαύσεις, με την δροσιά μου, με τα λουτρά μου, με το φαγητόν μου, το ως άριστον, με την πολλήν υπηρεσίαν, εις τας εκδρομάς. Εις το Τατόϊ, εις τον Διόνυσον, εις τα λατομεία, εις το Μενίδι.
Ποτέ μου δεν θα λησμονήσω την εκδρομήν που μας διωργάνωσε ο Τζαννίδης εις την Πεντέλην. Αυτός ο αγαθός Ηπειρώτης με την αφελή μορφήν του, ειλικρινέστατος και ευσυνείδητος, έχει πολλή φωτιά μέσα του. Εκάθησα εις τον πευκώνα της Δουκέσσας και εγέμιζα τους πνεύμονάς μου με οξυγόνον και έλουζα την ψυχήν μου εις τον αέρα εκείνον τον ζωογόνον.
Το μόνον στίγμα διά την Κηφισσιάν είναι η Εταιρία των Σιδηροδρόμων Αττικής. Στίγμα αληθινόν. Μία μουντζούρα. Άπειρα βόλτ δείχνουν τα γράδα του ηλεκτρικού εργοστασίου της και όμως το πάρκο την νύκτα είναι σκοτεινό. Πολλές φορές ανεβήκαμε και τα βαγόνια ήσαν κατασκότεινα χάριν οικονομίας. Τι να πή δε κανείς για τα βαγόνια της; Αποθήκες. Σχισμένες ψάθες, χαλασμένα τα πατώματα, ελεεινά και τρισάθλια. Έμαθα ότι ακόμη δεν άλλαξε τα πρώτα βαγόνια που είχε φέρει όταν έγεινε η γραμμή. Πφούϊ !
Αν ήτον αλλού θα της είχαν σπάσει και τζάμια και καθίσματα. Θαυμάζω, πίστευσέ με, την ανεκτικότητά σας. Άφησε που κάνει το τραίνο μια ώρα ολόκληρη. Τουλάχιστον δεν εκχωρεί τα δικαιώματά της εις άλλην Εταιρίαν; Αυτοί οι περίφημοι σύμβουλοι, οι οπισθοδρομικοί δεν δίδουν την θέσιν των εις νέους ακμαιοτέρους; Πφούϊ και πάλιν πφούϊ!
Έχει τέλος και τον ιατρόν της η Κηφισσιά. Τον κ. Περ. Μητσόπουλον. Δαιμόνιον, ερευνητικώτατον, εμβριθέστατον επιστήμονα.Ιδίως εις τα παιδάκια των εν Κηφισσία παραθεριζουσών οικογενειών έκαμε θαύματα».
(«Η Εικονογραφημένη» 1905 «Ο Δέλτα»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
πηγή https://www.protothema.gr