Τι θα έκανες αν κέρδιζες τα 18 εκατομμύρια του τζακ ποτ; Φαντάσου ότι μια Κυριακή κερδίζεις 18 εκατομμύρια ευρώ, σού πιστώνονται στον λογαριασμό το ίδιο κι όλας βράδυ, κι από τη Δευτέρα το πρωί μπορείς να ζήσεις τα πιο τρελά σου όνειρα. Αλλά το σενάριο έχει και μια έκπληξη. Ξαφνικά, ένας εκκεντρικός κροίσος με λεφτά όσα και το καταπίστευμα του Σώρρα αποφασίζει να δωρίσει το ίδιο ακριβώς ποσό σε κάθε κάτοικο της χώρας. Άρα δεν θα είσαι μόνο εσύ εκατομμυριούχος. Θα είναι όλοι. Τι θα συνέβαινε;
Αφού το βράδυ θα έκανες σχέδια για το σπίτι και το αυτοκίνητο που θα αγόραζες, την άλλη μέρα θα ήθελες να κυκλοφορήσεις σαν πλούσιος, να πάρεις ρούχα και να φας στο ακριβό εστιατόριο που πάντα ζαχάρωνες αλλά δεν τολμούσες να μπεις. Θα έπαιρνες λοιπόν τηλέφωνο να κλείσεις τραπέζι. Αλλά δεν θα το σήκωνε κανένας! Ποιος να πάει να ανοίξει; Ποιος να σε σερβίρει; Ποιος να μαγειρέψει; Ποιος να καθαρίσει τις τουαλέτες; Ποιος να αγοράσει προμήθειες κι από ποιον; Γιατί ο ψαράς να σαλπάρει μεσ’ τη νύχτα για πελαγίσιες τσιπούρες; Γιατί να στηθεί ο κρεοπώλης πίσω από τον πάγκο να πουλήσει το φιλέτο black Angus που ήθελες να παραγγείλεις; Είπαμε: ο καθένας πια θα ήταν εκατομμυριούχος. Ποιος ο λόγος να δουλέψει; Για σπίτι και αυτοκίνητο φυσικά το ξεχνάς. Κανένας δεν θα πουλούσε, ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Να μη στα πολυλογώ, η χώρα τη Δευτέρα το πρωί θα είχε παραλύσει. Δεν θα άνοιγε κανένα κατάστημα, δεν θα μπορούσες να αγοράσεις τίποτε, δεν θα λειτουργούσαν τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες, τα θερμοκήπια. Δεν θα υπήρχαν συγκοινωνίες, κι ούτε θα μπορούσες να κυκλοφορήσεις με το αυτοκίνητο γιατί τα φανάρια θα ήταν νεκρά και τα βενζινάδικα κλειστά. Θα κοβόταν και το ρεύμα και το νερό και το internet, θα έκλειναν οι δημόσιες υπηρεσίες, θα διαλύονταν η αστυνομία και ο στρατός. Μπορεί κάποιοι, από κεκτημένη ταχύτητα ή προβλέποντας αυτά που περιγράφω, να πήγαιναν στο πόστο τους, μολονότι εκατομμυριούχοι, αλλά θα ήταν πολύ λίγοι για να κρατήσουν το σύστημα σε λειτουργία. Τραγική ειρωνεία: οι μόνοι που θα συνέχιζαν τη Δευτέρα να εργάζονται σαν να μην συνέβη τίποτε, θα ήταν όσοι έχουν ήδη πολλά περισσότερα από 18 εκατομμύρια! Αλλά και αυτοί θα διαπίστωναν ότι θα είχαν μείνει χωρίς υπαλλήλους! Θα ζούσαμε όλοι τον πιο τρομακτικό εφιάλτη, που ούτε το Χόλιγουντ δεν έχει ακόμα σκεφτεί. Θα κινδυνεύαμε να πεθάνουμε κυριολεκτικά από πείνα κι από δίψα, αν και βαθύπλουτοι!
Aς προσπαθήσουμε να προβλέψουμε τη συνέχεια. Η κυβέρνηση, η οποία ας πούμε ότι κατάφερνε να συνεδριάσει θα έβγαζε ένα προεδρικό διάταγμα που θα διέτασσε κάθε Έλληνα να συνεχίσει να εργάζεται όπως πριν. Ποιος όμως θα το μάθαινε, αφού τα ΜΜΕ θα ήταν νεκρά; Και ποιος θα έμπαινε στον κόπο να εφαρμόσει τον νόμο αφού και οι αστυνομικοί και οι δικαστές και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι θα είχαν από 18 εκατομμύρια ο καθένας; Κι ας πούμε ότι κάποιοι από αυτούς πήγαιναν στην υπηρεσία τους. Θα μπορούσαν να συλλάβουν τα εκατομμύρια των παραβατών;
Τι θα κάναμε, τότε, σύντροφε κροίσε; Θα προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να φύγουμε στο εξωτερικό, σε χώρες με κανονικούς ανθρώπους που θα είχαν ανάγκη τα λεφτά μας. Με αεροπλάνα και βαπόρια ξένων εταιρειών, “φτωχών” υπαλλήλων, πριν σταματήσουν να λειτουργούν αεροδρόμια και λιμάνια. Αλλά ποιος να πρωτοπάρει σειρά;
Θα εγκαταλείπαμε λοιπόν τη χώρα, όπως – όπως. Ακόμα και με τα πόδια. Στον δρόμο όμως θα βλέπαμε ξένους: Αλβανούς, Σκοπιανούς, Βούλγαρους, Τούρκους οι οποίοι θα είχαν μάθει τα καθέκαστα και θα έφερναν να μας πουλήσουν τρόφιμα και καύσιμα. Θα συναντούσες το βουλγάρικο βυτιοφόρο στον δρόμο για να σου γεμίσει το ρεζερβουάρ και θα έβλεπες την τιμή: 5000 ευρώ το λίτρο. Τόσο; Τόσο! Αν θες. Θα σκεφτόσουνα: “θέλω εκατό λίτρα μέχρι τα σύνορα – θα δώσω 500.000 ευρώ αλλά θα σωθώ – θα μου μείνουν 17.500.000 – μια χαρά είμαι και με τόσα”. Θα έβλεπες καντίνα Σκοπιανού που θα σου πουλούσε το σουβλάκι 10.000 ευρώ. Αν κάποιοι από μας τους εκατομμυριούχους κατάφερναν να επιβιώσουν για μια βδομάδα χωρίς ρεύμα και νερό, αν είχαν πηγάδι ας πούμε και μποστάνι δίπλα, και ξεκινούσαν να φύγουν αργότερα, θα ήταν πιο τυχεροί: η τιμή της βενζίνης θα είχε πέσει. Διότι θα είχαν μάθει την είδηση κι άλλοι αλλοδαποί βυτιοφορατζήδες και θα έβρισκες βενζίνη “μόνο” με 100 ευρώ το λίτρο. Αν λοιπόν η Ελλάδα είχε την “τύχη” να ξυπνήσει ένα πρωί με όλους τους κατοίκους της πολυεκατομμυριούχους, σε μερικές μέρες θα σβηνόταν από τον χάρτη.
Χρησιμοποίησα αυτό το φανταστικό σενάριο για να καταλάβουμε κάτι το οποίο οι θιασώτες του σοσιαλισμού αγνοούν: ο λόγος για τον οποίο λειτουργεί μια οικονομία είναι επειδή οι άνθρωποι έχουν ανάγκες. Μπορεί οι ανάγκες να είναι ο άρτος ο επιούσιος ή το παντεσπάνι το επιούσιο. Μπορεί να είναι η μεζονέτα, το κότερο, η δύναμη, η εξουσία ή η φιγούρα στους άλλους εκατομμυριούχους. Μπορεί να είναι αξιοπρεπείς ή ευτελείς, κατά την κρίση σου, ανάγκες. Είναι πάντως ανάγκες. Αν δεν έχεις ανάγκες, δεν βάζεις ξυπνητήρι, δεν αφήνεις το πάπλωμα στις 6 το πρωί τον χειμώνα με -2 βαθμούς έξω, δεν πας στη δουλειά.
Η οικονομία της ελεύθερης αγοράς και της ισότητας των ευκαιριών που καταχρηστικά ονομάζεται καπιταλισμός αφήνει στον καθένα τη δυνατότητα να προσδιορίσει τις ανάγκες του και να κουμαντάρει τη ζωή του αναλόγως. Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία, που καταχρηστικά ονομάζεται σοσιαλισμός, στη θέση της προσωπικής σου ανάγκης, βάζει τον κρατικό εξαναγκασμό. Αν δεν πας στη δουλειά θα τιμωρηθείς. Γιατί είναι πιο “ανθρώπινο” το δεύτερο από το πρώτο; Γιατί είναι καλύτερα οι άνθρωποι να έχουν όλοι το ίδιο σενάριο ζωής και όχι ο καθένας το δικό του; Στον “καπιταλισμό” μπορείς να πεις “μου φτάνουν αυτά τα λεφτά, κι ας τα θεωρείτε λίγα, εγώ θέλω πολύ ελεύθερο χρόνο: να ταξιδεύω, να διαβάζω ή απλώς να τεμπελιάζω”. Μπορούσες να το πεις αυτό στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού;
Στην Ελλάδα, αυτό που μάθαμε ως σοσιαλισμό ήταν μία φάμπρικα κρατικών παροχών με δανεικά ή με υπερφορολόγηση της ιδιωτικής οικονομίας. Ένα παρασιτικό δηλαδή, σύστημα, που ως προϋπόθεση της ύπαρξής του είχε τον καπιταλισμό, ως ξενιστή, για να βρει να δανειστεί ή να φορολογήσει, ακριβώς όπως το να υπάρχουν τυχεροί στον τζόγο, έχει ως προϋπόθεση το να υπάρχουν άτυχοι!
Στην Ελλάδα του ΠΑΣΟΚ, το “σενάριο του Τζόκερ” το ζήσαμε σε μικρογραφία. Όταν ο πατέρας που δούλευε στη ΔΕΗ και η μάνα που δούλευε στην πολεοδομία, του Δημοτικού και οι δύο, είχαν 7.000 ευρώ επίσημο μηνιαίο εισόδημα και 17.000 ανεπίσημο με τις μίζες, γιατί το βλαστάρι της οικογένειας να ζοριστεί για να δουλέψει; Σπούδαζε επικοινωνία, κοινωνιολογία, θεατρολογία ή διοίκηση επιχειρήσεων και, περιμένοντας να τον διορίσουν κατευθείαν διευθυντή, προτιμούσε να ρουφάει έναν φραπέ.
Όταν οι ανάγκες υπερκαλύπτονται χωρίς προσπάθεια, χαζός είσαι να προσπαθήσεις; Αν ένας βούβαλος πήγαινε να αυτοκτονήσει κάθε μέρα μπροστά σε μια αγέλη λιονταριών, θα σηκωνόταν ποτέ κανένα λιοντάρι για να κυνηγήσει; Κατάκλιση θα πάθαιναν από την ξάπλα! Οι κοινωνίες παρακμάζουν όταν τα μέλη τους παύουν να προσπαθούν. Ακόμα και η φτώχεια είναι συστατικό προόδου. Οι περισσότεροι αυτοδημιούργητοι, που έχουν αλλάξει την μορφή του κόσμου, αλλά και της χώρας μας, ήταν προικισμένα και δυναμικά παιδιά φτωχών οικογενειών που πείσμωσαν για να ξεφύγουν από τη μίζερη “μοίρα” τους. Μια ανάγνωση των βιογραφιών των εθνικών ευεργετών αρκεί.
Το ότι κατέρρευσε ο σοσιαλισμός, δεν οφείλεται στο ότι εφαρμόστηκε με λάθος τρόπο. Αντιθέτως οφείλεται στο ότι εφαρμόστηκε ακριβώς όπως προβλέπει η θεωρία: κρατικά μέσα παραγωγής κι εσύ δήθεν μέτοχός τους αλλά στην πραγματικότητα κρατικός υπάλληλος που είτε εργάζεσαι είτε όχι, είτε καινοτομείς είτε όχι, είτε είσαι ο κεντρικός καρδιοχειρουργός του νοσοκομείου είτε ο θυρωρός του, θα πάρεις τα ίδια χρήματα, θα έχεις την ίδια κατοικία, τα ίδια έπιπλα, τις ίδιες συσκευές, τα ίδια ρούχα, θα έχεις την ίδια εξέλιξη, τις ίδιες διακοπές, το ίδιο μοντέλο ζωής. Υπάρχει πιο αφύσικο, πιο απάνθρωπο, πιο τερατώδες, πιο εφιαλτικό σενάριο από αυτό; Θα το άντεχε ο Έλληνας του οποίου “ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει” και ανοίγει ένα δικό του μαγαζί 2 Χ 3, για να μην έχει αφεντικό πάνω από το κεφάλι του; Φαντάζεσαι όλα τα σούργελα του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ που βλέπεις στη Βουλή να ήταν οι κομισάριοι – εργοδότες σου; Να αποφάσιζε ο Κουτσούμπας σε ποια φάμπρικα πρέπει να δουλέψεις και η Φωτίου αν είσαι αποδοτικός εργαζόμενος;
Μην ξεχνάς ότι η μόνη διαφορά κομμουνισμού και σοσιαλδημοκρατίας είναι ο τρόπος με τον οποίο θα σου κατάσχουν τα μέσα παραγωγής: ο κομμουνισμός με προλεταριακή επανάσταση και δικτατορία, η σοσιαλδημοκρατία μέσω “δημοκρατικών” διαδικασιών, όπως, καλή ώρα, σού δημεύει την ακίνητη περιουσία ο ΕΝΦΙΑ. Πάντως ο τελικός στόχος αυτός είναι, δεν τον γλυτώνεις!
Τι ενδιαφέρον θα είχες για προσωπική πρόοδο, αν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς σου το καρπώνονταν όλοι; Ή, στον αντίποδα, τι κίνητρο θα είχες για περαιτέρω προσπάθεια αν το κράτος σού είχε υπερκαλύψει όλες τις ανάγκες;
Η ελεύθερη οικονομία αξιοποιεί τη σχετικότητα της αντίληψης που έχει ο καθένας για το επίπεδο ζωής που προτιμάει. Ακόμα και ένας που σήμερα θεωρείται φτωχός ζει παρασάγγας καλύτερα από έναν “μέσο” άνθρωπο του Μεσαίωνα. Έχει στέγη που δεν θα καταρρεύσει με τον πρώτο σεισμό, νερό στη βρύση του, αποχέτευση, θέρμανση, ευκολίες λόγω εξηλεκτρισμού που δεν είχαν ούτε οι βασιλιάδες, φάρμακα για αρρώστιες που κάποτε σε έστελναν με τη μία, πρόσβαση στη γνώση που δεν μπορούσε να ονειρευτεί ούτε ο Πάπας, και χρήματα για να καταναλώσει πολύ πάνω από τα 2 δολάρια τη μέρα που ήταν, σε σημερινές τιμές, το μέσο εισόδημα των πολιτών της Ευρώπης επί αιώνες.
Η ελεύθερη αγορά σού δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνεις το status σου με το status των άλλων. Και οι πλούσιοι που γίνονται πλουσιότεροι τραβάν το κάρο των συγκρίσεων. Η λίστα Forbes αποδεικνύει ότι στις μέρες μας δεν χρειάζεσαι ούτε ένα σεντ ως κεφάλαιο για να γίνεις μεγιστάνας. Φτάνει να σκαρφιστείς και να εφαρμόσεις μια ιδέα που θα είναι χρήσιμη στην ανθρωπότητα. Οι δημιουργοί του Taxi-beat απέδειξαν ότι για να γίνουν οι σαράντα χιλιάδες ευρώ του αρχικού κεφαλαίου, σαράντα εκατομμύρια, δεν χρειάζονται λαϊκοί αγώνες και ένοπλες εξεγέρσεις. Η Τζόαν Ρόουλινγκ απέδειξε ότι μια ευφάνταστη άνεργη χωρισμένη, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μπορεί σε μερικά χρόνια να γίνει πιο πλούσια από τη βασίλισσα της Αγγλίας. Ο Αντετοκούνμπο απέδειξε ότι ήταν καλύτερη επένδυση για τη ζωή του το ότι αποφάσισε να γραφτεί στον Φιλαθλητικό παρά στην ΚΝΕ.
Όλα αυτά, όμως, έχουν μία προϋπόθεση: να έχεις ανάγκες! Αν τις έχεις καλύψει, δεν εργάζεσαι – πας για καφέ. Αρκεί, όπως είπαμε, ο καφετζής να μην έχει καλύψει τις δικές του.